Το ξυλουργείο του Καρύδη, οι δούγες και τα κασελάκια…

17.02.2024 / 14:30
ΛΙΜΑΝΙ-ΠΑΤΡΑΣ-4

του Θανάση Κούστα

Τα ξυλουργεία που ήταν διάσπαρτα στην περιοχή γύρω από το Τσιβδί, ήταν μαγεμένοι τόποι της παιδικής μου ηλικίας αρχές της δεκαετίας του 1960. Ένα τέτοιο ήταν και το ξυλουργικό εργοστάσιο του «Αρίστου Καρύδη» που ήταν χαμηλά στην Τσαμαδού μεταξύ Αγίου Ανδρέου και Ρήγα Φεραίου. Πηγαίναμε συχνά και ο λόγος ήταν η προμήθεια μικρών τεμαχίων ξύλου (καντινέλλες) που περίσσευαν από την πριονοκορδέλα και ήταν ιδανικά για την φωτιά στο καζάνι της μπουγάδας. Τίποτα δεν πήγαινε άχρηστο από την επεξεργασία του ξύλου, ακόμη και το πριονίδι που ήταν βουνά μέσα στο εργοστάσιο, χρησίμευε για το σκούπισμα των καφενείων και των μαγέρικων για να μαζεύει τη λίγδα, καθώς ακόμη δεν υπήρχαν τα απορρυπαντικά. Και βέβαια τα πλανίδια που ήταν αποκλειστικότητα της Κούλας της Πλανιδούς, που συχνά την βλέπαμε κάτω από τις δύο μεγάλες κορδέλες να μαζεύει τα πλανίδια και μετά να ανηφορίζει κατά τα προσφυγικά που ήταν η πελατεία της. Oι καλύτεροι αγοραστές της ήταν οι νοικοκυρές στα Προσφυγικά, που τα χρησιμοποιούσαν ως προσάναμμα στα αυτοσχέδια μαγκάλια για τη θέρμανση, το μαγείρεμα αλλά και το ζεστό νερό, και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε το μεροκάματο. Τα ξυλουργεία και οι καραβομαραγκοί της Ψιλής, ήταν επίσης προμηθευτές της Κούλας και αυτή για να τους ευχαριστήσει σήκωνε τα φουστάνια της χορεύοντας και τραγουδώντας το “Queste parole d’ amore”.

Το ξυλουργείο του Καρύδη ήταν ένας μαγικός κόσμος με τις μεγάλες πριονοκορδέλλες, τον τόρνο για τις κάνουλες, την σβούρα, τους πάγκους, τις πλάνες και τα τρυπάνια αλλά και εκείνη την υπέροχη μυρουδιά του κομμένου ξύλου – που το πριονίδι καθώς βρεχόταν για να κατακάθεται η σκόνη του – την άπλωνε ανάμεσα στους μεγάλους πάγκους, στους τοίχους και τις πέτρινες καμάρες. Η ξυλεία, ερχόταν με μεγάλα καΐκια και Motorship από τον Άγιον Όρος. Κατέβαιναν στα αμπάρια οι εργάτες του Σωματείου Εργατών Θαλάσσης, και ποστιάζανε την ξυλεία στα βίντσια που με την βίρα και την μάινα του ντοκουμάνη τα ξεφόρτωνε στην προκυμαία. Και μετά οι εργάτες του Σωματείου ξηράς την φόρτωναν στα διπλόκαρα για την μεταφορά της στα ξυλεργοστάσια. Η ξυλεία ήταν από τα καλύτερα φορτία για τους εργάτες, καθώς ήταν το πιο καθαρό σε σχέση με τον γαιάνθρακα, τα λιπάσματα και τους μπακαλιάρους κι έπιανε καλύτερη τιμή στον τόνο. Οι οξιές ήταν ιδανικές για τις δούγες που είχαν προορισμό τα τυροβάρελα ενώ οι καστανιές και οι δρύς για τις δούγες των κρασοβάρελων. Και τα πουρνάρια με τις οστριές που ήταν σκληρά είχαν προορισμό τα στειλιάρια, τις ματσόλες και τις κάνουλες, όπως επίσης ήταν ιδανικά για ροδόξυλα, δηλαδή για τις ακτίνες και τα “φανάρια” στις ρόδες των κάρων. Κάνουλες, πολλές κάνουλες και σε διάφορα μεγέθη για βαρέλια ήταν σωρό μέσα σε κιβώτια. Πάνω τους έβαζαν μια σφραγίδα με ζωγραφιά ένα κροκοδειλάκι. Και μετά τις άλειφαν με «καρναούμπα» για την προστασία και την μακροημέρευση της στάμπας. Αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη από ξυλουργεία, όπως ήταν και του Πανταζή που ήταν απέναντι από τον αλευρόμυλο και κατασκεύαζε πόρτες, παράθυρα και φράχτες. Αλλά και του Μαράτου στην Μπουμπουλίνας που κατασκεύαζε ψαροκασέλες για τα καΐκια και τύπωνε με πυρογραφία τα ονόματα των καϊκιών όπως «Ευαγγελίστρια», «Άγιος Νικόλαος» και «ο Γλάρος». Δύο τέτοια κομμάτια από ψαροκασέλα είχαμε χρησιμοποιήσει για να κάνουμε το πρώτο μας πατίνι και για τον λόγο αυτό του ‘χε μείνει το όνομα «Ευαγγελίστρια». Κατασκεύαζε επίσης ξυλοκιβώτια για σταφίδες (κασελάκια) για τα σταφιδεργοστάσια της παραλίας. Χιλιάδες κασελάκια κατασκεύαζαν τα ξυλεργοστάσια για να συσκευάσουν και μεταφέρουν την μαύρη καλλονή στα λιμάνια του Liverpool και του Felixstowe. Τα μπακάλικα της Γηραιάς Αλβιώνας, πανηγύριζαν όταν υποδέχονταν τα πρώτα φορτία, έθιμο που τηρούσαν από την εποχή που τα ιστιοφόρα έφθαναν από το patras port, στις αποβάθρες της Αγίας Αικατερίνης, βαθειά στον Τάμεση ποταμό. Και πανηγύριζαν γιατί μοσχοπούλαγαν την πανέμορφη και γλυκιά κορινθιακή σταφίδα (currants) για τις πουτίγκες αλλά και κέρδιζαν από τα ξύλινα κασελάκια που τα έσπαγαν και τα πούλαγαν για προσανάμματα στα τζάκια των Εγγλέζων. Οι ξυλουργοί και οι μαστόροι, τα μεσημέρια μαζεύονταν στο καφενείο του Γιαμανούλα, στην γωνία με Τσαμαδού για δηλωτή και κολιτσίνα, μέχρι να περάσει η ώρα της μεσημεριανής ανάπαυλας.

Όταν κόπαζε όμως η δουλειά και υπήρχε χρόνος οι συναντήσεις γίνονταν στο μαγέρικο «Η Δημητσάνα», με τα βαρέλια στα πατάρια, που είχε πάντα κόσμο και το οποίο ήταν δίπλα σε ένα χάνι με παρκαρισμένα ζώα και κάρα. Στέκι ήταν και το οινομαγειρείο του Βαγγέλη του Ηπειρώτη, που είχε ως σπεσιαλιτέ πατσά, βραστό και φασόλια στον φούρνο. Το μαγέρικο αυτό, όπως και «Η Δημητσάνα», είχε μόνιμους πελάτες και τους καροτσέρηδες, που είχαν πιάτσα στην παραλιακή και μπροστά από το μαγαζί, απέναντι ακριβώς από τον σύλλογό τους «Ο Κένταυρος». Όπως επίσης τους εργάτες που δεν είχαν βγει σε ψηφίο για μεροκάματο από τον σύλλογο φορτοεκφορτωτών ξηράς και προλιμένος «Η Πρόοδος» και από τον σύλλογο φορτοεκφορτωτών λιμένος «Η Αλληλοβοήθεια». Αυτή η περιοχή είχε πολλές εικόνες, μύριζε αρμύρα, φύκι και βρεμένο χώμα αλλά είχε και πολλά χρώματα όπως το μπλε-θαλασσί που βασίλευε στις βάρκες, τα καΐκια και τον ορίζοντα του Ιονίου και της Αδριατικής αλλά και το κόκκινο της δύσης σε όλες τις αποχρώσεις του.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα