Στην Ερμού στου Καγιάφα για κόλες και τετράδια…

28.10.2023 / 10:30
20160518_002517

με την υπογραφη του Θανάση Κούστα

Το Φθινόπωρο  ήταν πάντα βροχερό στην Πάτρα του 1960. Ειδικά τα απογεύματα σκοτεινιασμένα και συχνά η παλιοβούνα μας προετοίμαζε με μπουμπουνητά κι αστροπελέκια… για μπόρες και κουρκουσάλι.  Όμως εμείς δεν είχαμε άλλα περιθώρια. Η δασκάλα στου Καρανικολού μας πρόσταζε πως θα έπρεπε την επομένη θα έπρεπε να είχαμε τα βιβλία και τετράδια καλυμμένα με μπλε κόλλα και μπροστά ετικέτα με το όνομά μας και την τάξη μας. Επίσης ξύλινη κασετίνα με γόμα, ξύστρα, μολύβι αλλά και κοντύλι για την πλάκα… και ο προορισμός μας φυσικά ήταν το βιβλιοπωλείο του Καγιάφα. Ανεβήκαμε την Ερμού από την Αγίου Ανδρέου, καθώς είχαμε περάσει από τον Κόντραντζη για φυστίκια και σταφίδες-τσιμπίμπο… και μπροστά μας η «Φτωχομάνα της Πάτρας» με λογής λογής παπούτσια από άρβυλα για τους χωριάτες μέχρις «ΕΛΙΒΙΕΛΑ» για τους αθλούμενους και τις γυμναστικές επιδείξεις, αλλά  και παπούτσια ΠΟΓΚΑΣ .

Απέναντι το χρωματοπωλείο του Λόντου είχε κρεμασμένα έξω σωρό τα μεταλλικά δοχεία που αγόραζαν οι «πιτώροι» για να φτιάχνουν τα χαρμάνια των χρωμάτων. Με λάδι, νέφτι και τσίγκο  έφτιαχναν τα χρώματα για το πασαμέντο που ήταν η βαφή στους τοίχους των σπιτιών μέχρι το ένα μέτρο. Έβαζαν στο χαρμάνι και σκόνες για τον χρωματισμό όπως φυστικί, λουλακί, χοντροκόκινο όπως έλεγαν το κεραμιδί, τριανταφυλλί και μίνιο πορτοκαλί. Σε αυτό το σημείο της Ερμού, φυσικά δεν έλειπαν και τα χοντρομπακάλικα με αποικιακά και εγχώρια, όπως του Ταλαμάγκα. Πιο δίπλα ο Μπάκας με το χρωματοπωλείο που έκανε εισαγωγές από Ολλανδία μάρκα LEVIS. Όμως είχε και τις Ελληνικές μάρκες όπως την ΒΙΒΕΧΡΩΜ που αντιπροσώπευε ο Γεωργιάδης και την ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΕΙΑ ΙΡΙΣ με εργοστάσιο στην Ελευσίνα και αντιπρόσωπο τον Ασβεστά. Διπλά το χαμηλής κατηγορίας ξενοδοχείο ΠΑΡΘΕΝΩΝ που λειτουργούσε ο Λουκάτος, τερματοφύλακας του ΝΟΠ. Παίκτης στον ΝΟΠ ήταν και ο Ντένης Γκανασούλης που μαζί με τον Χρυσοβιτσιάνο είχαν δίπλα το κατάστημα με είδη κιγκαλερίας. Κι ο Μπαρμπα Αλέξης με το καπνοπωλείο μαζί με τα τσιγάρα, πούλαγε τα πρωϊνά κουλούρια με συνοδεία κεφαλοτύρι. Το βιβλιοπωλείο τυπογραφείο «ΚΑΓΙΑΦΑ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ» δέσποζε στο κέντρο της Ερμού πριν την Ρήγα Φεραίου. Μπροστά δεξιά και αριστερά, μεγάλοι πάγκοι με υπαλλήλους για εκτέλεση των παραγγελιών και σε μεγάλα ρολά ήταν οι μπλε κόλλες του Λαδόπουλου. Πωλητές οι Μίμης Λαλάκος, Γιώργος Βασιλείου, Σπύρος Γαλιατσάτος. Γύρω πατάρια ψηλά με τα γραφεία του λογιστηρίου καθώς η πιο πολύ δουλειά ήταν στο χονδρεμπόριο. Ο Ζαπάντης προϊστάμενος, βοηθοί η Αρετή Αρούκατου, η Ελένη Δημακοπούλου, η Μάρθα Γαλιατσάτου.

Παραγγελίες αμέτρητες για μπιλιέτα, προσκλήσεις γάμου, μπλοκ επιχειρήσεων, τιμολόγια αλλά και ημερολόγια τοίχου.  Οι τυπογραφικές μηχανές στο βάθος και στους τρείς ορόφους,  δούλευαν ασταμάτητα και πάλευαν με τα μελάνια για να προλάβουν τις παραγγελίες. Τα ψαλίδια και οι πρέσες έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο για να προλάβουν τα τετράδια με το σήμα ΕΓΛ που σήμαινε «Ευάγγελος Γεωργίου Λαδόπουλος». Και παντού χαρτιά ντάνες από του Λαδόπουλου. Όταν βγήκαμε φορτωμένοι,  αντικρίσαμε σακιά με μπακαλιάρο, φασόλια, κουκιά και ρεβίθια που είχε ποστιασμένα στον δρόμο ο Κυλπάσης που είχε το Αποικιακά Εγχώρια, δηλαδή χοντρομπακάλικο με προϊστάμενο τον Χρήστο Φρούντζο. Και πιο πάνω στην Ερμού 18 το χρωματοπωλείο του Ασημάκη Πανούτσου. Τα αδέλφια Παναγιώτης, Ασημάκης, Σταύρος, Βρασίδας και Σπήλιος Πανούτσου είχαν πάνω από είκοσι χρόνια που είχαν έλθει από την Κερπινή Καλαβρύτων και με αρχική παραμονή σε αυτό το σπιτομάγαζο, είχαν σκορπιστεί στην πόλη με ειδικότητα τα χρωματοπωλεία και χημικά. Δίπλα οι ΑΦΟΙ Νικολόπουλοι με σιδηρικά, κλειδωνιές, πόμολα, πρόκες κ.λ.π. προμήθευαν την ενδοχώρα με τα χρειαζούμενα. Και πιο δίπλα, φωτεινές πρωτόγνωρες εικόνες με τα ηλεκτρικά ψυγεία και κουζίνες ΙΖΟΛΑ με την αντιπροσωπεία του Βασίλη Παπαχριστόπουλου… εδώ ήταν φανερό πως κάτι άλλαζε στην ζωή μας, καθώς αυτές οι εικόνες ήταν που μας έβαζαν με βιάση στην νέα δεκαετία με τις  πολλές αλλαγές που θα έβαζαν στα σπίτια μας την άνεση και τον πολιτισμό. Εκτός από χρώματα χειροποίητα  ο Μανωλάκος που ήταν δίπλα είχε και κασσίτερο που ήταν το υλικό για τα γανώματα και για αυτό τα μεσημέρια μετά το σεργιάνι στις γειτονιές του Βλατερού και του Τριτάκη, έρχονταν οι μαυριδεροί γανωματήδες, να προμηθευτούν τις βέργες για το καλάϊ. Και πιο δίπλα η ξενάγηση στην νέα εποχή συνεχίζεται αφού ο Θανάσης Παπανικολάου μαζί με προϊόντα ΠΕΤΡΟΓΚΑΖ όπως εστίες και φιάλες προβάλει και την γνωστή Ιταλική φίρμα Fratelli Onofri με όμορφες συσκευές υγραερίου εμαγιέ στην βιτρίνα.

 Ο Βρασίδας Πανούτσος, κι αυτός χρώματα χειροποίητα, χημικά, σκόνες… τι να κάνει άραγε στον δρόμο μαζί με την γυναίκα του την Γεωργία. Είχαν παραλάβει καυστική ποτάσα σε μεγάλα πλαστικά βαρέλια των πενήντα κιλών. Και με μάσκες και γάντια έσπαγαν σε κομμάτια και συσκεύαζαν σε σακούλες του ενός και μισού κιλού την ποτάσα. Σε αυτή την συσκευασία αγόραζαν οι νοικοκυρές στα λαϊκά σπίτια του Βλατερού και των προσφυγικών για να φτιάξουν τα σαπούνια τους  με μουργόλαδα και λίπη αλλά και για να ξεβουλώνουν τους απόπατους στις αυλές τους. Δεν αντέχω στον πειρασμό να αναφέρω πως σήμερα το κρεμοσάπουνο που έχουμε στο μπάνιο έχει άρωμα βανίλια και καρύδας και είναι ενισχυμένο με καλεντούλα.

Απέναντι ο αδελφός του Ασημάκης κοπάναγε με βαριοπούλες μεγάλα σιδερένια βαρέλια 400 κιλών, με καυστική ποτάσα μάρκας solvay από Γερμανία. Με τα χτυπήματα άνοιγε το βαρέλι κι έβγαιναν τα χοντρά κομμάτια. Η λαμαρίνα από τα πλαϊνά του βαρελιού, άνοιγε σε μεγάλα φύλλα  και πουλιόταν στα χωριά για τις αποθήκες, τα γρέκια και τα μαντριά. Πολλά από αυτά βρέθηκαν στο γήπεδο του Ολυμπιακού των προσφυγικών, που δέσποζαν στα πλαϊνά μέχρι πρόσφατα.

Φτάνοντας στην Ρήγα Φεραίου στα αριστερά μας το υπόγειο καφενείο «η Γορτυνία», που έκαναν διαλείμματα οι εμπόροι με τάβλι, πρέφα και κολτσίνα τα μεσημέρια. Ήταν η ώρα που οι μπακαλόγατοι βούταγαν τα ποδήλατα των αφεντικών κι έστηναν αγώνες πάνω – κάτω στην Ερμού.

Απέναντι το στρωματάδικο του Στρφτούλια και δίπλα ο Κώτσακης με τα ρολόγια του πριν το υαλοπωλείο του Μητρόπουλου.

Μπροστά ήταν μόνιμα τρία κάρα με μεγάλα χερούλια και δυό  ρόδες ξύλινες με φανάρι. Ο Σωτήρος και ο Λεμονής ήταν οι καροτσέρηδες που κουβάλαγαν σακιά με μπακαλιάρους, κουκιά και φασόλια στα μπακάλικα της κάτω πόλης, του Μαρκάτου και του Βλατερού. Αργότερα που αυξήθηκε η ζήτηση για μεταφορές εμφανίστηκε κι έκανε στέκι ο Μανάγιας με μεγάλο κάρο και άλογο που έφθανε μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό για τα χωριά του Πύργου και τα πρακτορεία για Ζάκυνθο, Λευκάδα και Κεφαλονιά

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα