Δουλειές του πεζοδρομίου

02.12.2023 / 19:30
All-focus

με την υπογραφη του Θανάση Κούστα

Ξεκίνησα στο προηγούμενο κείμενο με χαρακτηριστικές δουλειές του ποδαριού, με την έννοια πως στην Πάτρα της δεκαετίας του 1960, πολλές εργασίες γίνονταν στα πεζοδρόμια ή ακόμη και στους δρόμους.

Επικρατούσαν δε οι φωνές και από τους πλανόδιους πωλητές και τεχνίτες, που έδιναν ένα όμορφο χρώμα στην καθημερινότητα… Σήμερα θα ξεκινήσουμε την βόλτα μας από το Μαρκάτο… η αγορά της πόλης που όλοι σχεδόν οι μαγαζάτορες είχαν εμπορεύματα και προϊόντα στα πεζοδρόμια. Παπούτσια, γαλότσες και άρβυλα, τεντζερέδια, κασμάδες, φτυάρια, κουδούνια και κυπριά αλλά και κλειδωνιές, δρεπάνια και τσάπες ήταν στα πεζοδρόμια. Ήταν γεμάτες οι στοές με νιπτήρες, μαγκάλια, σκάφες, ντεπόζιτα, ντενεκέδες. και κατρουγιάλια ντενεκεδένια με χερούλια. Όπως και σαμάρια, χάμουρα, λαιμαριές και καπιστράνες, μαζί με σέλες, χαλινά, πισινέλες και γκέμια που είχαν κρεμασμένα οι χαμουρτζήδες.

Το χάνι και πεταλωτήριο του Παναγόπουλου, σε μια γωνία της πλατείας, είχε μονίμως άλογα σε αναμονή για περιποίηση. Στο βάθος το καμίνι φουντωμένο και το αμόνι που διαμόρφωνε τα πυρωμένα πέταλα. Ράσπες, τανάλιες, και σφυριά, και το πόδι του αλόγου πάνω στο τρίποδο για το λιμάρισμα και αλλαγή πέταλου. Στο χάνι του Παναγόπουλου φύλαγε τα βράδια το άλογο με το κάρο του ο Γάλα-γάλας. Ήταν γνωστός τύπος του Μαρκάτου, έκανε μεταφορές και αποτελούσε μέρος της καθημερινής διασκέδασης εκεί. Η πλατεία, ήταν συχνά και τόπος περάσματος του Κομίνη, του Συμεών και του Βούμπα, ενώ μόνιμη ήταν η Μαρία Κου, που παρίστανε την τυφλή και διακόνευε καθημερινά.  

Κάρα χρησιμοποιούσαν και άλλοι πλανόδιοι επαγγελματίες της πλατείας. Ο Θύμιος ο Κόττας κοντόχοντρος, μαυριδερός, με παχύ μουστάκι από τα Γύφτικα, που είχε το κάρο γεμάτο με μαύρη χοντρή σταφίδα, ήταν πολύ αγαπητός και είχε καθημερινή παρουσία δίπλα στο περίπτερο της πλατείας. Στράγαλα και πασατέμπο είχε στο κάρο του ο Γκίτσης, που κάθε βράδυ το φύλαγε σε μια είσοδο δίπλα στο ουζερί του Λαγκαδινού. Μπροστά στου Λαγκαδινού, πρωί πρωί έπιανε πόστο με το κάρο του ο μπαρμπα-Τάκης, που είχε εμπόρευμα με όλα τα είδη του τσαγκαριού. Στο Βλατερό, δίπλα στο μανάβικο του Μηνά, ο μπαρμπα-Τάκης είχε καπαρώσει μια παλιά είσοδο άμαξας και φύλαγε το κάρο με το εμπόρευμα τα βράδια. Στην αποκάτω γωνία με την Καραϊσκάκη, έξω από το σιδηροπωλείο του Σγούρδου, είχε μόνιμο στασίδι ο Παΐζης με το κάρο του και εμπόρευμα κυρίως τσατσάρες, σαπούνια και ξυραφάκια. Το Μαρκάτο από την Κανακάρη και πάνω ήταν γεμάτο με κάρα μικροπωλητών.

Όμορφες εικόνες αλλά με έντονες μυρουδιές καθώς μπροστά από τα τομαράδικα του Γιαννόπουλου και του Ράπτη ήταν απλωμένα τομάρια για ξεδιάλεγμα με προορισμό τα δερματάδικα των Αποστολόπουλου, Νεζερίτη, Θέμελη, Φουσκόπουλου και Τσινούκα.

Την Κυριακή, στην εκκλησία του Αγιαντρέα, εμφανίζονταν τρεις-τέσσερις κουλουράδες με ξύλινους ταβλάδες που πούλαγαν χοντρά κουλούρια με σουσάμι σκέτα η και με κεφαλοτύρι αλλά είχαν και ζαχαρένια. Οι κουλουράδες, περίμεναν κάθε πρωί ουρά έξω από τον φούρνο του Θηβαίου, για να γεμίσουν με τραγανά κουλούρια τις ξύλινες κασέλες που είχαν γύρω τζαμάκια κι ήταν περασμένες στον λαιμό με τιράντες. Αλλά και τις καθημερινές, κάθε πρωί έφευγαν τρέχοντας για τις γειτονιές, τα καφενεία, τα πρακτορεία και τα μηχανουργεία της παραλιακής.

Δεν ήταν όμως μόνο οι κουλουράδες που πολιορκούσαν το πενιχρό μας χαρτζιλίκι. Ήταν κι ο Μάλλιος που είχε την βιοτεχνία με τα παγωτά καλαμάκι μάρκας ΑΒΠΑ, δίπλα από τον φούρνο του Θηβαίου. Το καλοκαίρι με το τρίκυκλο ποδήλατο προωθούσε το παγωτό του στις γειτονιές και τον χειμώνα, έξω από τα σχολεία πούλαγε τυρόπιτες ζεστές σε λαμαρίνα σκεπασμένη με κουβούκλιο που από κάτω καίγανε κάρβουνα.

Ανταγωνιστή είχε τον Μπάρμπα Γιώργη από το κάστρο που με το τετράτροχο καρότσι του πούλαγε παγωτό κασάτα σε χωνάκι η σε βαρκούλα που ήταν φτιαγμένη από μπισκότο, με μπόλικο πασπάλισμα από βύσσινο.

Για να προωθήσει τα παγωτά εφάρμοζε καινοτόμο Marketing, καθώς είχε φτιάξει αυτοσχέδιο ποίημα που έλεγε στα παιδάκια.

«Έλα μικρό παιδάκι να πάρεις παγωτάκι Απ’ τον μπάρμπα τον Γιωργάκη, Έλα να ξεπουλήσω την γριούλα να προικίσω».

Με καρότσι ήταν και ένας κουτσός με άσπρη ποδιά που σε ένα υπόγειο Σαχτούρη και Μαιζώνος έφτιαχνε μπουγάτσα. Και αυτός είχε ένα κάρο με κουβούκλιο και λαμαρίνα που από κάτω καίγανε κάρβουνα. Κι έτσι η μπουγάτσα παρέμενε ζεστή και τραγανή.

Ήταν κι ο Δημητρός με την άσπρη μπλούζα και ένα τρίκυκλο ποδήλατο με βιτρίνα, πρόσφερε σάμαλι και μπακλαβά με σπάτουλα σε λαδόκολλα και φώναζε στις γειτονιές … «Σάμαλι όλο μέλι παιδιά».

Στην γειτονιά αυτή, μετά την Τριών Ναυάρχων και την Παπαφλέσσα, γύρναγε κι ένας μικροπωλητής-γυρολόγος, με ένα καλαθάκι στο χέρι που είχε πλήθος ψιλικών όπως νυχοκόπτες, αναπτήρες, ξυραφάκια, ψαλίδια, βελόνες, μανταλάκια και άλλα μικροαντικείμενα. Τέτοιοι γυρολόγοι με ψιλικά γύρναγαν πολλοί στις γειτονιές της Πάτρας, ως παραρτήματα των εμπόρων του κέντρου και ιδιαίτερα της Ερμού. Καθώς δε, γνώριζαν προσωπικά τις νοικοκυρές, είχανε το πλεονέκτημα να δίνουν και πιστώσεις.

Τις Κυριακές έβγαιναν με ποδήλατο στις γειτονιές, μαγαζάτορες που είχαν εμπορικά στο κέντρο της πόλης και μάζευαν τις δόσεις. Οι νοικοκυρές ανταποκρίνονταν με συνέπεια κι επιμέλεια που ήταν χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής.

Στις γειτονίες είχαν τακτικά δρομολόγια, οι γανωματήδες, οι τροχιτζήδες, οι παπλωματάδες και οι καρεκλάδες. Και βέβαια οι μανάβηδες και ειδικά αυτοί που το κάρο έσερνε γαϊδούρα καθώς το γάλα της ήταν περιζήτητο για την θεραπεία του κοκορόβηχα. Όπως ο κυρ Απόστολος που κατέβαινε κάθε δεύτερη μέρα από την Εγλυκάδα και πέρναγε από τη Γούναρη με τη σούστα γεμάτη λάχανα. Η σούστα, γεμάτη αντίδια, βρούβες, βλίτα, αγριοράδικα, ζοχούς και πικραλίθρες, ήταν παλιά, βαμμένη μπλε σε πολλές στρώσεις και έτριζε επικίνδυνα… αλλά η γαϊδούρα του αρμεγόταν επί τόπου και εγώ έπινα το γάλα όταν με έβρισκαν…

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα