Η πόλη «ξύπναγε» και στολιζόταν  και προετοίμαζαν την πόλη για να υποδεχθεί την Μεγάλη Βδομάδα

09.04.2023 / 9:00
θανασακης 035

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ

Έμπαινε για τα καλά η Άνοιξη, το μαϊστραλάκι τάραζε την θολούρα της Ψιλής και στα γκρίζα νερά της, έβαζαν τις πινελιές τους πολλές άλλες εικόνες αλλά και μυρωδιές. Οι μυρωδιές των Δημοτικών στάβλων, έκαναν χαρμάνι με τις μυρωδιές από τα τομάρια των Γενικών Αποθηκών και ταξίδευαν προς τις ανηφόρες της Κανάρη και της Μιαούλη.

Στους στάβλους του Δήμου, που ήταν δίπλα στο τελωνείο, κοιμόταν συνήθως ο Αγγελής που είχε ένα κάρο με τρείς σιδερένιες ρόδες κι έκανε μικρομεταφορές και θελήματα. Τα ‘τσουζε γερά όμως, στην υπόγεια ταβέρνα του Σπυρόπουλου και οι γείτονες – θαμώνες τον έβαφαν με μπογιές όταν αυτός κατηφόριζε μέχρι τους στάβλους, τραγουδώντας, φρεσκοβαμμένος και ευτυχής. Βγαίνανε στις πόρτες τα μαστορόπουλα από τα ξυλουργεία και τα μηχανουργεία, που ξέρανε το δρομολόγιο και στήνανε υποδοχή στο πέρασμά του. Μυρωδιές έβγαιναν και από το χάνι του Γιάννη του Αλμπάνη, που είχε σταθερή πελατεία, καθώς πετάλωνε αλλά και κούρευε τα άλογα με μια μεγάλη ποδοκίνητη μηχανή αλλά και από την αποθήκη του Τσιρογιάννη, γεμάτη με μπάλες τριφύλλι, σακιά με κριθάρι και βρώμη και χρωματιστούς ντορβάδες.

Παραδίπλα από το καρνάγιο, ήταν δεμένη και η βάρκα του Λάκη του Σπίνου που όταν πήγαινε για ψάρεμα στεκόταν όρθιος στην μεσαία τάβλα και απήγγειλε την «Οδύσσεια» κατά Συμεών. Ο Σπίνος ήταν νάνος και ηθοποιός, είχε δε παίξει και σε δύο ταινίες με τον Βέγγο. Συχνά, όταν μέναμε στην Γούναρη, τον έβλεπα να ανεβαίνει κατά του Μαρούδα που έπαιζε και στο θέατρο.

Τα σταφιδεργοστάσια της παραλιακής ακόμη δεν είχαν πλυντήρια και ένα υποτυπώδες πλύσιμο γινόταν με μπούχισμα από θαλασσινό νερό. Το μπούχισμα είχε και ως αποτέλεσμα να σφίγγει η σταφίδα λόγω του αλατόνερου και να μην «αμολάει» αλλά και να προσθέτει βάρος – λόγω της υγρασίας – ο έμπορος. Και έτσι οι σταφιδεργάτες του σωματείου «Η Σύμπραξις», με δύο τσίγκινους σύγλους στα χέρια, έκαναν δρομολόγια θάλασσα – αποθήκη και μπούχιζαν τους σωρούς πάνω στα ξύλινα πατώματα. Και μετά την επεξεργασία και πριν το πόστιασμα, έβαζαν λαδόκολλα, έκλειναν τα κιβώτια και με πινέλο άλειφαν τα καπάκια των κιβωτίων με «ατλακολ», βάζοντας και από πάνω ένα βαρύ σίδερο μέχρι να πάνε στην πόστα έξω στο δρόμο.

Η πόλη «ξύπναγε» και στολιζόταν  και προετοίμαζαν την πόλη για να υποδεχθεί την Μεγάλη Βδομάδα 2

Πιο δίπλα στην γωνία με Τσαμαδού, κοντά στο τρίπατο σταφιδεργοστάσιο του Ραβαζούλα, ήταν μια βρύση, στην οποία ξεδιψάγαμε από το τρεχαλητό που κάναμε ανάμεσα στις πόστες και τα κάρα. Μαζί μας ξεδίψαγαν και τα ιδρωμένα άλογα που αφρίζανε από το αγκομαχητό, καθώς ήταν η εποχή που τα δρομολόγια δεν είχαν σταματημό. Οι καροτσέρηδες, καταβρέχανε και τις ξαναμμένες ρόδες, ειδικά τα «φανάρια» στην μέση που τραβάγανε και όλο το ζόρι.

Στα καΐκια, κουβάλαγαν τον τριμμένο πάγο με ένα ξύλινο κάρο με σιδερένιες ρόδες που είχε παρκαρισμένο σε ένα οικόπεδο, στην Μπουμπουλίνας, για έκτακτες περιπτώσεις. Τέρμα Τριών Ναυάρχων γινόταν η διακίνηση του πάγου και είχαν μια χειροκίνητη μηχανή του πάγου με το μεγάλο σιδερένιο βολάν, που τον έκανε τρίμα. Φέρνανε τις παγοκολόνες από του Δημογιαννόπουλου και του Κακούρη και γέμιζαν τις ψαροκασέλες με τρίμα. Γινόταν και διανομή σε παγοπώλες που γύρναγαν στις γειτονιές και μοίραζαν μισές και τέταρτα που έκοβαν με τα μεγάλα πριόνια, βάζοντας στα μανίκια τους κομμάτια από σαμπρέλες. Πανδαιμόνιο γινόταν στην μοιρασιά, γιατί όλοι βιάζονταν για να προλάβουν διπλά και τριπλά δρομολόγια. Απέναντι ήταν το χοντρομπακάλικο με επωνυμία «Εμπόριο Εγχώριων Προϊόντων» των Κοσμόπουλου και Κατσαφάνα, που πούλαγαν σε μπακάληδες βρώμη, κρασί και λάδι. Πιο πέρα ήταν ο φούρνος με καύσιμο ξύλα του Γαλάνη με αρχηγό την γριά Γαλάναινα που είχε σαν εξοπλισμό ένα μεγάλο πάγκο για τα ταψιά, μία παλάντζα που είχε ξεμείνει ακόμα με τα μπρούτζινα μέτρα και σταθμά για τις οκάδες και τα δράμια. Και το φουρναρόξυλο που ήταν τόσο μακρύ με αποτέλεσμα όταν ξεφούρνιζε καρβέλια η ταψιά πετύχαινε και κάποιον αφηρημένο πελάτη. Και βεβαίως η κιμωλία για το γράψιμο στα ταψιά που δεν έσβηνε με το ψήσιμο.

Η βόλτα με το Σώτο

Όταν ο Σώτος, έβγαινε ψηφίο για μεροκάματο στο σταφιδεργοστάσιο του Μπελούση, του πηγαίναμε με τον γιό του τον Αντόνιο, το συφερτάσι για κολατσιό και μετά κάναμε την βόλτα μας πάνω στους ογκόλιθους που είχαν ρίξει για να γίνει το νέο λιμάνι και ήταν περιμετρικά από το σταφιδεργοστάσιο του Καραμανδάνη όπως λέγανε του Μπάρυ, έκλειναν την χαβούζα με τις ξεχασμένες μαούνες κι έφταναν μέχρι και την μαρίνα που είναι σήμερα. Ο Αντόνιο ήταν μεγαλύτερός μου κατά δύο χρόνια και ήξερε πιο πολλά για τα Μπορντέλα της Κωνσταντίνας και της Ζαχάρως και μου έλεγε ιστορίες που είτε είχε ακούσει στα καφενεία της συνοικίας του Αγίου Διονυσίου, που σύχναζε ο Φωτάκιας κι ο Αντρεας ο Τρεμουλιάρης, είτε είχε πλάσει στην φαντασία του. Η Ζαχάρω ήταν η πιο διάσημη «Μαμά» της παραλίας γιατί είχε δεκαπέντε κορίτσια και είχε αναλάβει να ανακουφίζει τα πληρώματα των πλοίων γενικού φορτίου, που την ημέρα ξεφόρτωναν λιπάσματα, ξυλεία και κάρβουνο. Γέμιζε η παραλία με εμπορεύματα και κάρα, το μεροκάματο ήταν με τον τόνο και όταν είχε βεντέμα, η Ζαχάρω, η Κωνσταντίνα και τα ουζερί έκαναν χρυσές δουλειές.

Είχε μεσάσει ο Απρίλης, η Πάτρα έδιωχνε την υγρασία και στις γειτονιές ασβέστωναν τις μάντρες και τα πεζούλια. Οι νεραντζιές στην Τριών Ναυάρχων στολισμένες χάριζαν απλόχερα τα αρώματα τους και προετοίμαζαν την πόλη για να υποδεχθεί την Μεγάλη Βδομάδα με υπέροχες μυρωδιές για τον στολισμό των Επιταφίων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νεολόγος

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα