Που πήγε η ντροπή;

11.02.2024 / 18:30
touliatos

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΟΥΛΙΑΤΟΥ

Πρόσφατα με απασχόλησε το γεγονός της απόλυτης εικονοποίησης και της αστείρευτης ανάγκης για επίδειξη, που μας χαρακτηρίζει σήμερα.

Κανένα βάθος, καμιά επιφύλαξη, κανένας πνευματικός κόπος.

Μονάχα εικόνα και μάλιστα όσο πιο προκλητική, τόσο το καλύτερο.

Είναι κάτι που με απασχολεί ολοένα και περισσότερο, προσπαθώντας να κατανοήσω την τροπή των πραγμάτων και της εποχής.

Καταλήγω σε ένα συμπέρασμα, πολύ απογοητευτικό, φοβάμαι.

Η ντροπή δεν υπάρχει πλέον.

Αυτό το συναίσθημα που μας οδηγεί να νιώσουμε μια ταραχή ή ένα αίσθημα αναξιοπρέπειας μπροστά στις συνέπειες μιας φράσης μας ή μιας ενέργειάς μας, που μας οδηγεί να σκύβουμε το κεφάλι, να χαμηλώνουμε τα μάτια, να αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου, να είμαστε ταπεινωμένοι και φοβισμένοι, φαίνεται ότι έχει χαθεί.

Σήμερα η ντροπή, αλλά και η σεμνότητα, δεν αποτελούν πλέον ένα φρένο στο θρίαμβο της επιδειξιομανίας, στην ηδονοβλεψία, τόσο μεταξύ των απλών ανθρώπων όσο και μεταξύ των ηγετικών τάξεων.

Κανένα φίλτρο, ή χαλινάρι δεν μας στέκεται εμπόδιο.

Η απώλεια αξίας της ντροπής σχετίζεται και με ένα άλλο μοναδικό φαινόμενο: την εξιδανίκευση του κοινότοπου και του ασήμαντου.

Το εντυπωσιασμένο βλέμμα των πολλών δεν στρέφεται πλέον προς πρόσωπα ηθικά ή διανοητικά σπουδαία αλλά σε ανθρώπους μέτριους, ανώνυμους, απολύτως όμοιους με τον άνθρωπο του δρόμου ή με τη γυναίκα της διπλανής πόρτας.

Μην βιαστείς να με πεις ηθικολόγο και να μου κολλήσεις την ταμπέλα «Τάξις και Ηθική».

Είμαι πολύ μακριά από αυτό το κουστουμάκι, που δεν μου μπαίνει, άλλωστε.

Έρχομαι από γενιές και περιβάλλοντα, που έχουν αποκαθηλώσει είδωλα και έχουν κάνει «πατροκτονίες»

Αλλά και από γενιές που ένιωθαν την αίσθηση της γείωσης με την ιστορική διαδρομή, τον τόπο και τους άλλους ανθρώπους.

Πολλοί λένε ότι η εξέλιξη αυτή είναι απότοκο της τηλεόρασης αρχικά, του διαδικτύου και της διαρκούς διασύνδεσης γενικά, των εικόνων γενικότερα.

Πολλοί λένε ότι αργά, αλλά με γεωμετρική επιτάχυνση, έχει διολισθήσει από τα χέρια και τα μυαλά μας η κατάκτηση της εμπειρίας και η ικανότητα να διατυπώνουμε θέση.

Πώς γίνεται αυτό, σε μια εποχή που υπόσχεται ακριβώς το αντίθετο;

Όπου οι «εμπειρίες» προσφέρονται απλόχερα και η διατύπωση θέσης και άποψης, είναι σχεδόν υποχρεωτική;

Πλέον βλέπουμε, τα πάντα, αναζητούμε τα πάντα, ενημερωνόμαστε για τα πάντα.

Όχι όμως τα ίδια τα πράγματα, ή τις εμπειρίες, αλλά την ηχώ τους.

Δεν νιώθουμε τον αντίκτυπο των πραγμάτων, αλλά την εικονική αναπαράστασή τους.

Ολοένα και εντονότερη, ολοένα και πιο «ζωντανή», ολοένα και πιο λεπτομερή και σύνθετη.

Και κάθε βλέμμα και βήμα, μας οδηγεί σε ακόμα περισσότερη αδρανοποίηση, ακόμα λιγότερη ικανότητα, ακόμα μεγαλύτερη αδράνεια.

Να στο πω με παράδειγμα:

Αν έχεις παρακολουθήσει μέσα στο όμορφο και ευχάριστο δωμάτιό σου την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας, με τη μορφή μιας εικόνας που θα σου προσφερθεί κατ’ οίκον, θα συνδέσεις όλα όσα θα τύχει να ακούσεις για την ατομική βόμβα με αυτό το μικροσκοπικό οικιακό γεγονός και έτσι θα χάσεις την ικανότητα να κατανοήσεις το ίδιο πράγμα και να πάρεις σωστή θέση απέναντί του.

Μα, θα πεις, πρέπει να καώ από τις φωτιές της Χιροσίμα για να καταλάβω τι σημαίνει πυρηνικός όλεθρος;

Προφανώς και όχι! Αλλά σταδιακά περνάμε σε μια διαδικασία κατανάλωσης εικόνων και θεαμάτων, από μια κοινωνία εμπειριών και πράξεων.

Όλα μπαίνουν σε ένα τεράστιο μπλέντερ, όπου δεν έχει σημασία το βάρος και η αξία του καθενός ξεχωριστά.

Το βυζί της Τέιλορ Σουίφτ, ο καρκίνος του Καρόλου, οι σκοτωμένοι και οι όμηροι της Γάζας, το σανό στο Παρίσι, ο θάνατος του Ρωχάμη, μαζί με λίγο τοπιναπούρ και λίγες δόσεις τεχνητής νοημοσύνης, δημιουργούν έναν πηχτό, φαιόχρωμο χυλό, που έχει αντικαταστήσει την πραγματική ζωή.

 Όλα αυτά που χειροκροτούμε / σχολιάζουμε / εγκρίνουμε / απορρίπτουμε / κοινοποιούμε, γίνονται θέαμα, με κοινό παρανομαστή την ουδέτερη μετριότητα.

Δεν έχει καμιά σημασία πλέον η πραγματική τους διάσταση, στον πραγματικό κόσμο.

Εδώ έχουν όλα το ίδιο μέγεθος, την ίδια γεύση, την ίδια αξία.

Η ίδια η πραγματικότητα φαίνεται να χάνεται, μέσα στην ολική διαφάνεια.

Σε αυτό το τοπίο, η ντροπή τείνει να χαθεί, ως ένα συναίσθημα που στέκεται εμπόδιο, που ενοχλεί.

Τρεις φορές στην ζωή του πρέπει κάποιος να απασχολεί τις εφημερίδες και την δημόσια σφαίρα, έλεγαν παλιά: με την αναγγελία γέννησης, γάμου και την νεκρολογία του, έλεγαν παλιότερα.

Σήμερα η δυνατότητα να βλέπουμε και να μας βλέπουν αναγορεύεται σε απώτερο σκοπό της ύπαρξής μας.

Οπότε, πολύ λογικά, η πραγματική ντροπή, που μας συγκρατεί, έχει γίνει ταμπού.

Ή καλύτερα έχει μετατραπεί σε ντροπή του να μην είμαστε επιτυχημένοι, του να μην μας παρατηρούν και να μην μας προσέχουν.

Η τρομερή ντροπή να είμαστε ο «κανένας», να μην είμαστε αξιοπρόσεκτοι.

Στην θέση της αναπτύσσεται μια «επιδερμική ντροπή» ή, όπως λένε οι ψυχολόγοι, μια «αμοραλιστική ντροπή».

Δεν είναι μια αληθινή ντροπή, αλλά μια επιφανειακή ντροπή, μια επιδεικτική πράξη.

 Φίλε μου, η ντροπή ήταν αυτό που διέκρινε την ανθρώπινη ύπαρξη από τα ζώα.

Φαίνεται ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο, πια.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα