Μια ημέρα καλοκαιρίνη

12.07.2021 / 0:24
All-focus

Του Θανάση Κούστα

Μια ημέρα καλοκαιρινή του 1963, κατεβαίναμε τσούρμο την Κανάρη, από νωρίς για μπάνιο στην Ψιλή, την παραλία μας, μαζί με τις γιαγιάδες και τις νόνες.

Στην Ψιλή το νερό στα ρηχά ήταν θολό, δεν βλέπαμε βυθό. Στο πλάι μας παροπλισμένα καΐκια και μαούνες, ανάμεσα σε μπερδεμένους κάβους, έπλεαν κουρασμένα, λίγο πριν την πολύβουη ιχθυόσκαλα. Πολυδουλεμένα ποντόνια και τραμπάκουλα έστεκαν μελαγχολικά, αποτύπωναν την ιστορία του λιμανιού και ήταν ολοφάνερο αυτό. Η νόνα έπαιρνε μαζί πρόχειρο φαγητό, για να μας μπουκώνει όταν παίζαμε, μετά από το μπάνιο.

Οι λαϊκές παραλίες

Είναι χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας και ταιριάζει απόλυτα με την εικόνα, το παρακάτω κείμενο του Κώστα Λογαρά , από την ανθολογία «Πάτρα, μια πόλη στη λογοτεχνία», στην ενότητα «Λαϊκές παραλίες» (σελ.173):

«ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΗΜΕΡΑ της δημιουργίας τα παιδιά κατεβαίνανε στη μολυσμένη παραλία, δίπλα στις τράτες που αράζανε πιο πέρα, στους ταρσανάδες και τα βράχια της βρώμικης θάλασσας, εκεί η νόνα καθισμένη ανακούρκουδα, με την μαύρη βελέτζα να σκεπάζει τα πόδια της ως κάτω και την μαντήλα στο κεφάλι για τον ήλιο, κοίταζε τα παιδιά που μπαινόβγαιναν μες στο νερό. Κορμάκια αδύναμα χορτασμένα με μπόλικο ψωμί και ρύζι. Εκεί στην Ψιλή, κοντά στο παλιό Τελωνείο τα παιδιά μαθαίνανε ν’ αγαπάνε τη θάλασσα και να γεύονται την αλμύρα της, γλυκός ο κόσμος και τα καλοκαίρια καίγανε. Ύστερα από χρόνια πολλά θ’ αναζητήσουνε τη μυρωδιά από τα σάπια φύκια του γιαλού και τη δροσιά κορμιού που πάνω του κυλάνε ακόμα σταλαγματιές της θάλασσας…».

Ο Συμεών και η Κούλα η πλανιδού

Μετά τον Δεκαπενταύγουστο οι σταφιδαποθήκες της παραλίας άρχιζαν τις προετοιμασίες για την υποδοχή της κορινθιακής σταφίδας της νέας εσοδείας. Από τις αποθήκες του Βουρλούμη μέχρι τους μύλους του Τριάντη ήταν δεκάδες οι σταφιδαποθήκες, όπου καθάριζαν τη σταφίδα, τη συσκεύαζαν και τη φόρτωναν για τα μπακάλικα της Αγγλίας. Γέμιζε η παραλία από εργάτες του σωματείου σταφιδοσυσκευαστών «Η Σύμπραξις» και του σωματείου αχθοφόρων ασφάλτου «Η Εργάνη Αθηνά».

Περιμέναμε να περάσει κι ο Συμεών, σέρνοντας τα σύρματα από τα καράβια, που τυλιγμένα σε πανιά τα γυάλιζε στους δρόμους της παραλιακής. Ρακένδυτος και βρομερός, κοντόχοντρος και κουρεμένος με την ψιλή, ήταν για εμάς τα παιδιά συμπαθητική φυσιογνωμία, αλλά μας απαγόρευαν να τον πλησιάσουμε. Κοιμόταν σε βάρκες κάτω από τον Αγιαντρέα. Την περίοδο εκείνη, όμως, κοιμόταν σε μια καρότσα με μουσαμά πίσω από τον νέο ναό, που ακόμη ήταν γιαπί. Ο ξάδερφός μου, που ήταν μεγαλύτερος και ήξερε πολλά, έλεγε πως μέσα στην καρότσα ο Συμεών «στρίμωχνε» κανονικά την Κούλα την πλανιδού.

Οι μπακαλόγατοι και η μπακαλιαρίλα

Στον αποπάνω δρόμο της Αγίου Ανδρέου, αλλά και στη Ρήγα Φεραίου, μετά τη Γούναρη, ήταν τα χοντρομπακάλικα με τα αποικιακά- εγχώρια, τα έλαια-λίπη και τα αλίπαστα. Τα ράφια ήταν γεμάτα Φυτίνες, πελτέδες και Βιτόλ.

Κάθε πρωί φόρτωναν οι μπακαλόγατοι τα κάρα και τις μοτοσικλέτες με τα καλάθια που προορίζονταν για τα μπακάλικα στις γειτονιές. Γεμάτα σακιά με πατάτες, κρεμμύδια, ζάχαρη, όσπρια, ρύζι και λάδι σε ντενεκέδες. Σε ντάνες στα πεζοδρόμια τα κουτιά με τις λακέρδες και τα σκουμπριά και τα σακιά με τους μπακαλιάρους.

Ο παστός μπακαλιάρος Ισλανδίας εισαγόταν σε σακιά στη χώρα μας, κυρίως από το λιμάνι της Πάτρας (περίπου 2.500 τόνοι ετησίως), και όταν ξεφόρτωναν τα καράβια «χάλαγε ο κόσμος από την μπακαλιαρίλα». Εισαγωγείς του ήταν κατά κύριο λόγο οι Αφοί Λιδωρίκη, ο Μπουκουβάλας, ο Βλαχούτσικος και ο Χαραλαμπόπουλος.

Το οινομαγειρείο του Βαγγέλη του Ηπειρώτη

Μετά το μπάνιο στην Ψιλή, νωρίς το μεσημέρι, επιστρέφαμε, ανεβαίνοντας την Γούναρη.

Στα αριστερά μας έβγαιναν μυρωδιές, καθώς χαμηλά στη Γούναρη βρισκόταν και το οινομαγειρείο του Βαγγέλη του Ηπειρώτη, που είχε ως σπεσιαλιτέ πατσά, βραστό και φασόλια στον φούρνο. Το μαγέρικο αυτό, είχε μόνιμους πελάτες τους καροτσέρηδες, που είχαν πιάτσα στην παραλιακή και μπροστά από το μαγαζί, απέναντι ακριβώς από τον σύλλογό τους «Ο Κένταυρος». Όπως επίσης τους εργάτες που δεν είχαν βγει σε ψηφίο για μεροκάματο από τον σύλλογο φορτοεκφορτωτών ξηράς και προλιμένος Η Πρόοδος και από τον σύλλογο φορτοεκφορτωτών λιμένος «Η Αλληλοβοήθεια».

Η Γούναρη πριν γίνει ο νέος δρόμος

Όταν ανεβαίναμε από τη Γούναρη, περνούσαμε μπροστά από τα ψαράδικα, που είχαν σωρό στη μόστρα τα παραγουλισμένα χταπόδια και τις σουπιές. Αριστερά, στην αρχή της Γούναρη, ήταν τα ψαράδικα χοντρικής και λιανικής πώλησης‒ του Αγγελάκη, του Νότσικα, των Μάρκοβιτς και Γκολέ.

Πιο πάνω στην γωνία με την Κορίνθου, απέναντι από το δικαστικό μέγαρο, ήταν το διάσημο καφενείο του Νιόνιου Αραβαντινού, το Μπουγιούκ Ντερέ, που σημαίνει μεγάλο χαντάκι στα τούρκικα. Αυτή ήταν η εικόνα της περιοχής πριν γίνει ο νέος δρόμος, που ονομάστηκε Καλαβρύτων και εν συνεχεία Γούναρη. Στα τραπεζάκια, που ήταν κατά μήκος της Γούναρη, καθόμουνα και χάζευα τον τροχονόμο με το άσπρο καπέλο του, που ρύθμιζε την κυκλοφορία μέσα από τη «βαρέλα».

Τα απογεύματα στα Ψηλαλώνια

Τα καλοκαιρινά απογεύματα παίζαμε στα Ψηλαλώνια, ενώ η νόνα δροσιζόταν κάτω από τα πεύκα με μία λεμονάδα Λουξ ή Ζήτα‒ ό,τι έφερνε το γκαρσόνι. Η Ζήτα, με το σήμα «Ζ» στην ετικέτα και στο καπάκι, σαν διαφήμιση είχε το σύνθημα «Πιες Ζήτα και ξαναζήτα».

 Περιμέναμε με αγωνία πότε θα φανεί από την ανηφόρα της Αθ. Διάκου η καταβρεχτήρα του Δήμου και, μόλις ανέβαινε στην πλατεία για να καταβρέξει το χώμα, τρέχαμε από πίσω για να βραχούμε και να δροσιστούμε. Πολλοί δρόμοι ήταν χωμάτινοι, και το καλοκαίρι, κάθε απόγευμα, περνούσαν οι καταβρεχτήρες του Δήμου, προκειμένου να καταλαγιάζει η σκόνη. Η μυρωδιά από την αχνούρα του βρεγμένου χώματος έδινε μια ευχάριστη αίσθηση δροσιάς στις γειτονιές.

Ο Καραγκιόζης και οι τηγανιτές πατάτες

Όταν σουρούπωνε, ανηφορίζαμε για του Μαρούδα, καθώς ο Καραγκιόζης, μοναδικό θέαμα για εμάς, κάθε δεύτερη μέρα άλλαζε έργο. Πιάναμε θέση στους ξύλινους πάγκους του θεάτρου ΡΕΚΟΡ και γελάγαμε με τα παθήματα του Σιορ Διονύσιου, του Χατζηαβάτη και του μπαρμπα-Γιώργη του Μπλατσάρα. Ο Πασχάλης και ο Περικλέτος δε είχαν την τιμητική τους, καθώς έκαναν την έναρξη της παράστασης.

Μετά την παράσταση ανηφορίζαμε προς τα Ταμπάχανα, για να παραδώσουμε τον ξάδερφό μας στον παππού και με την επιστροφή μας, κάναμε και μία στάση στην Ομόνοια για ένα πιατάκι πατατούλες τηγανιτές με χειροποίητη μουστάρδα, χαζεύοντας τα φανταράκια που γύριζαν από την απογευματινή έξοδο.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα