Τα κάρα και οι καροτσέρηδες…

05.05.2024 / 19:30
All-focus

Αρχές της δεκαετίας του 1970, συνέβη και στην Πάτρα, ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης αξίας. Ένα μεταφορικό μέσον, που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος, για χιλιάδες χρόνια, ολοκλήρωσε τον ιστορικό του ρόλο, αφού το νίκησε η μηχανή, που τιμής ένεκεν, μετράει την δύναμή της σε ίππους, για να μας θυμίζει τον ρόλο του στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Κι έτσι τα άλογα που συντρόφευαν και υπηρετούσαν τον άνθρωπο, έφυγαν ξάφνου από την ζωή μας, καθώς αποφασίστηκε η απόσυρσή τους . Οι δε καροτσέρηδες έγιναν φορτηγατζήδες και μοτοσικλετιστές καθώς το κράτος τους έδωσε άδειες για φορτηγάκια και τις γνωστές πράσινες τρίκυκλες μοτοσυκλέτες και άτοκα επιδοτούμενα δάνεια για την αγορά τους.

Αρχές της δεκαετίας του 1980, γνώρισα κάποιους πρώην καροτσέρηδες όπως τον Γιώργο Βαγγελάτο, τον Γιάννη του Αγγελή, τον Αντώνη Αγγιούς η Σαΐτη, που με τα φορτηγάκια τους – πλατφόρμες, μετέφεραν τα κιβώτια της σταφίδας από το εργοστάσιο στην κρατικό απεντομωτήριο που ήταν στην περιοχή της ιχθυόσκαλας. Και από εκεί, μετά την απεντόμωση, φορτώνονταν σε containers με κατεύθυνση το λιμάνι του Πειραιά. Ήδη από το 1970, το λιμάνι μας είχε χάσει τον εμπορικό του χαρακτήρα, καθώς δεν είχαν φροντίσει να το εκσυγχρονίσουν ώστε να δέχεται εμπορευματοκιβώτια (containers) και έτσι το μεταφορικό έργο δια θαλάσσης μεταφέρθηκε στον Πειραιά.

Συχνά ανέβαιναν στην άκρη της καρότσας και όρθιοι παρίσταναν την «μαγκιά» του καροτσέρη, που ήταν να στέκονται όρθιοι στην άκρη του κάρου με το ένα πόδι στον αέρα, όταν κάλπαζαν τα άλογα. Τις θυμάμαι αυτές τις εικόνες, όταν έτρεχαν τα κάρα στην παραλιακή να προλάβουν τα αγώγια, με τους καροτσέρηδες να φωνάζουν και τα άλογα να ιδρωκοπάνε, μαζί με τον δαιμονισμένο θόρυβο που έκαναν οι καρόροδες στα χαλίκια και στις λούμπες. Κι όταν πέρναγαν τις γραμμές του τρένου, στην περιοχή της Ψιλής, συχνά κόλλαγαν και τότε έτρεχαν οι μπαμπότηδες και τα χαμίνια να βάλουν πλάτη για το ξεκόλλημα.

Τα άλογα, τα κάρα, οι σούστες, οι στάβλοι, τα χάνια και οι καβαλίνες στους δρόμους που τις καθάριζαν οι οδοκαθαριστές με ειδικές ξύστρες που είχαν στο πίσω μέρος της σκούπας… ήταν εικόνες της καθημερινότητας, πολλές εικόνες.

Μετά το μπάνιο στην Ψιλή, τρέχαμε στην βρύση της Τσαμαδού, να ξεδιψάσουμε μαζί με τα ιδρωμένα άλογα που αφρίζανε από το αγκομαχητό, καθώς ήταν η εποχή που τα δρομολόγια δεν είχαν σταματημό. Οι καροτσέρηδες, καταβρέχανε και τις ξαναμμένες ρόδες, ειδικά τα «φανάρια» στην μέση που τραβάγανε και όλο το ζόρι.

Με μια παλιά σούστα, βαμμένη μπλε σε πολλές στρώσεις που έτριζε επικίνδυνα, ερχόταν ο κυρ Απόστολος, ο μανάβης, που κατέβαινε κάθε δεύτερη μέρα από την Εγλυκάδα και πέρναγε από τη Γούναρη με τη σούστα γεμάτη λάχανα. με αντίδια, βρούβες, βλίτα, αγριοράδικα, ζοχούς και πικραλίθρες. Οι σούστες είχαν και ανατροπή κι έτσι μετέφεραν τα οικοδομικά υλικά στα γιαπιά ή τα κάρβουνα στα καρβουνιάρικα.

Κάθε μεσημέρι, από το μπαλκόνι της Γούναρη, περίμενα τα άλογα με τα διπλόκαρα, που τελείωναν τα αγώγια στο λιμάνι και κουρασμένα ανηφόριζαν ομαδικά για τους στάβλους τους. Από τη Γούναρη ανέβαιναν τα άλογα του Αλέκου Χόνδρου, που οι στάβλοι του βρίσκονταν κάτω από την περιοχή της Αγίας Τριάδας, και του Φιλντισένιου, που ήταν στην ίδια περιοχή, στην οδό Σμύρνης αλλά και του Σκαμπαρδώνη, πάνω από την Γερμανού. Πολλές φορές, θες από την κούραση της ημέρας, θες από την ανηφοριά, θες από τη βρεγμένη άσφαλτο, γλίστραγαν τα πέταλα, στο σημείο ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι μας κι όλο και κάποιο άλογο γονάτιζε, ανήμπορο μετά να σηκωθεί. Τότε η νόνα έλεγε ότι το άλογο είναι ματιασμένο, και έτρεχε στην κουζίνα να βγάλει καρβουνάκια και λιβάνια να το ξεματιάσει!

Τα άλογα όμως, είχαν και τον καλλωπισμό τους. Στο Μαρκάτο στο βάθος της πλατείας και διαγωνίως από το μαγαζί του Θεοδόση, ήταν το χάνι και πεταλωτήριο του Παναγόπουλου, που έφτιαχνε και σαμάρια. Στο βάθος το καμίνι φουντωμένο και το αμόνι που προσάρμοζε τα πυρωμένα πέταλα. Κι έπιαναν δουλειά οι ράσπες, οι τανάλιες, τα σφυριά, όταν το πόδι στερεωνόταν πάνω στο τρίποδο. Στη συνέχεια, με μια τανάλια έβγαζε τα παλιά καρφιά με προσοχή και έπειτα το πέταλο. Έκοβε τα νύχια με το σατράνι, τα λίμαρε και τοποθετούσε το πέταλο. Τέλος, κάρφωνε τα καρφοπέταλα αποκάτω με φορά προς τα έξω.

Είχαμε και πολλούς καροποιούς, αρκετοί από αυτούς στην περιοχή της Τριών Ναυάρχων, Τσαμαδού και Μπουμπουλίνας. Ο Ζαχαρόπουλος, ο Θέος, οι Αφοί Μαρούδα, ο Μέρμηγκας, οι Μπουχάγιερ. Ειδικοί τεχνίτες, που με την απόσυρση των κάρων, αναγκάσθηκαν να αλλάξουν επάγγελμα. Η κάθε ρόδα αποτελούνταν από την κεφαλή ή φανάρι, τις δώδεκα ακτίνες, τις έξι αψίδες και τη σιδερένια στεφάνη η οποία εφάρμοζε γύρω από τις αψίδες.   Αφού συναρμολογούσαν τη ρόδα τοποθετούνταν περιμετρικά και η σιδερένια στεφάνη η οποία ήταν από χοντρό και πλατύ σίδερο. Η τοποθέτηση της στεφάνης στη ρόδα γίνονταν ως εξής: ο μάστορας – καροποιός – άναβε δυνατή φωτιά κάτω στο έδαφος, σ΄ ανοιχτό χώρο και εκεί ζέσταινε τη στεφάνη μέχρι να κοκκινίσει και να γίνει όλκιμη. Στη συνέχεια με ειδικές τσιμπίδες τοποθετούσε την πυρακτωμένη στεφάνη γύρω από τις αψίδες και ρίχνοντας κρύο νερό για να την ψύξη, την εφάρμοζε γερά στη ρόδα. Μια τεχνική για την ψύξη, ήταν μετά την εφαρμογή της πυρακτωμένης στεφάνης, πέταγαν την ρόδα στην θάλασσα, όπως συχνά βλέπαμε αυτό το θέαμα στην περιοχή της Ψιλής, στις αρχές του 1960. Οι πιο καινοτόμοι καροτσέρηδες, όμως, ήδη προσάρμοζαν στα κάρα, ρόδες αυτοκινήτου, που βελτίωναν πολύ το έργο τους, τις αντοχές του κάρου και φυσικά εκμηδένιζαν τον θόρυβο.

Εικόνες που έσβησαν ξαφνικά και από τις καβαλίνες που γέμιζαν οι δρόμοι περάσαμε στο καυσαέριο και στην περιβαλλοντική επιβάρυνση που έφερε η εξέλιξη.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα