Με το καΐκι Μόλος – Τερψιθέα

08.06.2024 / 9:30
All-focus

με την υπογραφή του Θανάση Κούστα

Είχα ένα θείο μακρινό καθώς ήταν σύζυγος μιας ξαδέλφης της μητέρας μου, κατοίκου της συνοικίας του Αγίου Διονυσίου.

Το όνομά του Παναγιώτης Ταμβάκης ή Καπετάν Πάνος.

Είχε ένα καΐκι που έκανε τα ζεστά καλοκαιρινά απογεύματα το δρομολόγιο Μόλος – Τερψιθέα.

Παραλιακός δρόμος – την δεκαετία του 1960 – δεν υπήρχε, και η μοναδική γραμμή λεωφορείου ήταν Σύνορα-Τερψιθέα με εισιτήριο 1 δραχμή και 3 δεκάρες μέχρι το στάδιο της Παναχαϊκής, και 2 δραχμές μέχρι την Τερψιθέα (στα λουτρά της Σταμάτη). Από εκεί συνέχιζε για Ρομάντζα, Καβούρι και πλαζ.

Είχα πάει κι εγώ με το λεωφορείο στη Ρομάντζα για μπάνιο. Το λεωφορείο, μάρκας DAF, είχε εσωτερικά τη μηχανή, δίπλα στον οδηγό, καλυμμένη με χοντρό σκούρο καφέ καπιτονέ δέρμα. Κι επειδή μου άρεσε να κάθομαι πάνω της, με την πρώτη ευκαιρία πλησίαζα μπροστά και θρονιαζόμουνα. Βέβαια, επίσης προνομιούχα θέση ήταν και το μονό κάθισμα στην απέναντι πλευρά από τον οδηγό. Στα πλαϊνά το λεωφορείο είχε πινακίδες όπως: «κρατείσθε από τας χειρολαβάς», «απαγορεύεται το καπνίζειν» και «μην ομιλείτε στον οδηγό». Ο εισπράκτορας στο στασίδι του είχε ένα χοντρό μικρόφωνο, το πακέτο με τα εισιτήρια και μια περίεργη κερματοθήκη.

Όμως θρονιαζόμουνα και σε μια άλλη θέση και αυτή ήταν στα πλαϊνά του καϊκιού, που λόγω της συγγένειας συμμετείχα σε όλα τα απογευματοβραδινά δρομολόγια.

Καθίσματα δεξιά και αριστερά στην κουπαστή και τέντα αποπάνω για τον ήλιο. Τέλος του 1950 – αρχές του 1960, οι Πατρινοί πήγαιναν για μπάνιο και για να πάρουν δροσό, αλλά και να πιούν το ουζάκι τους, στην Τερψιθέα, στα λουτρά της Σταμάτη και στη Ρομάντζα, με το καΐκι.

Υπέροχες εικόνες, όταν ο ήλιος ξεκίναγε την αναχώρησή του και στόλιζε την θάλασσα με χιλιάδες λαμπυρίζοντα αστεράκια που χόρευαν μακριά από τον κυματοθραύστη. Αλλά και μέσα στο λιμάνι, ανάμεσα στις βάρκες και τα καΐκια, χρωματιστές ανταύγειες στόλιζαν τα νερά. Από μικρός θαύμαζα αυτή την υπέροχη Δύση που έχει η πόλη μας και την απολαμβάνουμε από οποιοδήποτε σημείο της πόλης.

Υπέροχες οι εικόνες όμως και της πόλης από την θάλασσα ειδικά το σούρουπο με μπουνάτσα, καθώς γλίστραγε απαλά το καΐκι στα ήρεμα νερά κι εγώ απολάμβανα την Πάτρα μέσα από τη θάλασσα. Τα φώτα της παραλιακής καθρεφτίζονταν στην επιφάνεια και τρεμόπαιζαν στο ρυτίδωμα των νερών. Οι μαούνες και οι βάρκες, δεμένες στα βράχια, ξύπναγαν με τα απόνερα του καϊκιού. Κι ανάμεσα τους υψώνονταν τα βίντσια και τα κατάρτια από τα φορτηγά πλοία γενικού φορτίου με τα πληρώματα να ξεκουράζονται από το πρωϊνό ξεφόρτωμα. Απλωμένα στις αποβάθρες τα εμπορεύματα η ξυλεία και τα λιπάσματα σαν βουνά, περίμεναν τα πρωινά κάρα που αχάραγα θα ξεκίναγαν το ατελείωτο πήγαινε έλα.

Καράβια εμπορικά πλευρισμένα στις αποβάθρες και άλλα αρόδου που περίμεναν υπομονετικά. Εκείνα τα χρόνια 250 – 400 πλοία γενικού φορτίου έφθαναν στο λιμάνι μας έμφορτα με πρώτες ύλες, προϊόντα και εμπορεύματα.

Το λιμάνι τότε ζωντάνευε, φωνές τα βίρα, τα ώπα και τα μάϊνα, βρισιές, αγκομαχητά αλλά και πειράγματα και αστεία γιατί τα ξεφορτώματα με τον τόνο προσέφεραν διπλά και τριπλά μεροκάματα. Αυτή η ζωντάνια του λιμανιού με τα χιλιάδες μεροκάματα χάθηκε, ως δια μαγείας, μετά το 1970, όταν μετεφέρθηκε η εμπορική δραστηριότητα στον Πειραιά, καθώς δεν εκσυγχρονίστηκε το λιμάνι μας, ώστε να δέχεται τα νέα πλοία containers…

Το βραδάκι όμως επικρατούσε ηρεμία στο λιμάνι.

Μέχρι τους μύλους του Τριάντη, μπροστά υπήρχαν μαούνες στη σειρά και οι ογκόλιθοι από τα ημιτελή έργα επέκτασης του λιμανιού. Δίπλα μικρά καρνάγια για ψαρόβαρκες και καΐκια και η χαβούζα που έκανε την βόλτα τους ο Φωτάκιας η Μπεεε… όπως έχω περιγράψει. Τα έργα επέκτασης και ανάπλασης του λιμανιού ήταν σε εξέλιξη καθώς μεγάλωναν τα πλοία και η επικοινωνία με την Ιταλία μέσω οχηματαγωγών γινόταν πλέον επιτακτική.

Στη συνέχεια ήταν η Γλυφάδα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 αυτή η περιοχή ήταν η βόλτα πολλών Πατρινών που ήθελαν να ξεσκάσουν με ουζάκι, μεζεδάκια αλλά και να ακούσουν τραγούδια λαϊκά αλλά και μοντέρνα. Τα μαγαζάκια αυθαίρετες παράγκες με προσθήκες που λειτουργούσαν, βέβαια, με την ανοχή του λιμενικού.

Στη σειρά ήταν τα μαγαζιά του Σαραντίδη (ή Μεμέτη), του Βαζούρα, του Μέμου του Λυγερού και του Ζαφειράκου, που οι καρέκλες τους έφταναν μέχρι τα βράχια. Από του Σαραντίδη είχαν περάσει πολλές φίρμες όπως Καζαντζίδης, Τσιτσάνης, Μπέλλου, Χιώτης, η Πόλυ Πάνου βέβαια και άλλοι, όπως και πολλοί μουσικοί της πόλης. Όταν ξεκίνησαν τα έργα ειδοποιήθηκαν να φύγουν. Και τότε βρέθηκαν πολλοί χωρίς δουλειά με αποτέλεσμα αρκετοί να φύγουν μετανάστες σε Καναδά, Αυστραλία και ΗΠΑ, όπως έκαναν πολλοί κυρίως άνδρες και από την πόλη μας. Τότε ακόμη προσέγγιζε το λιμάνι μας το υπερωκεάνειο «Βουλκάνια» και γέμιζαν οι αποβάθρες βαλίτζες, μπαούλα και κλάματα. Την δεκαετία του 1960, η πατρίδα μας έστειλε πολλούς νέους στις νέες πατρίδες.

Το καΐκι του Καπετάν Πάνου, όμως, συνέχιζε το μικρό του ταξίδι και μόλις περνάγαμε το εγκαταλειμμένο κτίριο του ΖΥΘΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ Ο ΦΛΟΙΣΒΟΣ, φαίνονταν κάποιες επαύλεις και ερειπωμένα κτίρια ανάμεσα σε καλαμιές και δέντρα, από πίσω δε διακρίνονταν τα εργοστάσια της 5Ε και του Μάμου με το μεγάλο φουγάρο. Κι ανάμεσα στις καλαμιές, μικρά σχεδόν απόκρυφα καφενεδάκια με όλα τα σχετικά. Όταν έφτανε στην Τερψιθέα, έδενε σε μια μικρή εξέδρα για λίγο και μετά συνέχιζε την όμορφη επιστροφή για τον μόλο.

Αυτές οι βόλτες ήταν ονειρεμένες και χαραγμένες ανεξίτηλα στην μνήμη μου που έρχονται συχνά στα ζεστά καλοκαίρια της πόλης.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα