Η ωραιότερη θέα του κόσμου…

24.12.2023 / 14:00
All-focus

του Θανάση Κούστα

Προ ημερών βρέθηκα στην Αθήνα και από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου είχα την ωραιότερη θέα του κόσμου. Τον Παρθενώνα, το διαχρονικό παγκόσμιο σύμβολο της Δημοκρατίας και της αρμονίας. Πολλά ξενοδοχεία του κέντρου της Αθήνας έχουν μπαλκόνια, εξώστες και ταράτσες προσφέροντας, ως μοναδική αυτή την θέα, που όποιος την αντικρίζει, είναι αδύνατον να μην συγκινηθεί….

Και τα λέω αυτά γιατί είχα την τύχη στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια να κατοικώ, να παίζω αλλά και να κάνω τις βόλτες με την παρέα μου, στην κυριολεξία κάτω από την σκιά της ακρόπολης. Ήμουν δέκα χρονών, που στην γειτονιά μου και στην οδό Ζαχαρίτσα στο Κουκάκι, ήταν μια παμπάλαια πολυκατοικία με εμφανή τα σημάδια της απουσίας συντήρησης από την πατίνα του χρόνου. Η πολυκατοικία αυτή, λες και ήταν σκηνικό από ταινία του Μπερτολούτσι ή του Αγγελόπουλου. Οι τοίχοι σε καφέ σκούρο χρώμα, υγροί και ταλαιπωρημένοι, ασυντήρητοι με μεγάλα μπαλώματα από την κατάρρευση των σοβάδων. Είχε μια φαρδιά τσιμεντένια σκάλα εσωτερική στην μέση ακριβώς και σε κάθε όροφο είχε γύρω-γύρω εσωτερικό διάδρομο με τις σκεβρωμένες πόρτες των διαμερισμάτων και σκοινιά με απλωμένες μπουγάδες. Πολλές οικογένειες από την επαρχία, είχαν βρει προσωρινό αποκούμπι εκεί, μέχρι να βρουν τον δρόμο τους και τα παιδιά τους γυμνά παίζανε πλατσουρίζοντας στα νερά από τις μπουγάδες.

Μία από αυτές τις οικογένειες, είχε φτιάξει μια παράγκα από λαμαρίνες στην ταράτσα, ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια ως μοναδικά έπιπλα και ένα υποτυπώδες κουζινάκι απέξω στην γωνία με στέγαστρο φτιαγμένο από μαδέρια και λαμαρίνες που προστάτευαν ένα πετρογκάζ με δύο μάτια. Κι όμως αυτό το κουζινάκι είχε την ωραιότερη θέα του κόσμου καθώς απέναντι ακριβώς δέσποζε ο λόφος Φιλοπάππου και δεξιά ο Παρθενώνας σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Και η οικογένεια αυτή απολάμβανε το πρόγραμμα «Ήχος και φως» που τότε είχε ξεκινήσει με στόχο την τουριστική ανάπτυξη. Είχαν έλθει – σε αναζήτηση καλύτερης τύχης – από ένα χωριό έξω από την Αμαλιάδα, η μάνα ήταν πουκαμισού και ο πατέρας προσωρινώς άνεργος.

Έφερναν τα πουκάμισα για σιδέρωμα στην ταράτσα κι εγώ με τον φίλο μου είχαμε αναλάβει να κουβαλάμε τα κάρβουνα με το ζεμπίλι από το καρβουνιάρικο της γειτονιάς. Ήταν αναγκαία καθώς η μάνα του σιδέρωνε τα πουκάμισα με «βαποράκι» δηλαδή το σίδερο με τα κάρβουνα. Εμείς το είχαμε σαν παιχνίδι, να ανάβουμε τα κάρβουνα και να το κουνάμε πέρα-δώθε όπως το λιβανιστήρι του παπά, για να φουντώσει. Η σχέση μου, όμως, με την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα έγινε πολύ στενή με αφορμή τον δάσκαλο που είχαμε στην Πέμπτη και έκτη Δημοτικού. Δυο – τρεις φορές τον χρόνο η εκδρομή μας ήταν πάνω στον ιερό βράχο. Ο δάσκαλός μας, ήταν λάτρης της αρχαίας Αθήνας και μας μύησε στα μυστικά της κλασσικής μας κληρονομιάς καθώς ήταν ένας άριστος ξεναγός. Με τον δάσκαλο αυτό, διδαχθήκαμε την ιστορία μας με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτό των βιβλίων. Το μουσείο της Ακροπόλεως τότε ήταν πάνω στον βράχο σε ένα υπόγειο κτίσμα που δεν εμπόδιζε την θέα στον Παρθενώνα. Έτσι είδαμε πολλές φορές από κοντά και μάθαμε για τα γλυπτά, τα αετώματα, την ζωφόρο, τον Φειδία αλλά και τις ζημιές που είχαν γίνει στην φραγκοκρατία και τουρκοκρατία, το έγκλημα με τον βομβαρδισμό του Μοροζίνη και τέλος την λεηλασία του Λόρδου Έλγιν. Μας δίδασκε εκτός διδακτέας ύλης και σαν αποτέλεσμα είχαμε μάθει και λεπτομέρειες άγνωστες σε πολλούς.

Όπως το ποίημα (που μας απήγγειλε σε κάθε ευκαιρία), του Λόρδου Βύρωνα με τίτλο «η Κατάρα της Αθηνάς» που το εμπνεύστηκε όταν αντίκρισε βεβηλωμένο το ναό και απογυμνωμένο από τα γλυπτά του, μετά την λεηλασία του Έλγιν. Σε μία από αυτές τις εκδρομές, μας το απήγγειλε μπροστά από το μνημείο του Λυσικράτους στην Πλάκα, στο σημείο που ο Βύρωνας είχε γράψει το ποίημα, όταν είχε φιλοξενηθεί στην μονή των Καπουτσίνων που υπήρχε τότε εκεί και είχε κτιστεί ακριβώς δίπλα και πάνω στο μνημείο. Οραματίζεται συνάντησή του με την Αθηνά, που είναι ταλαιπωρημένη από τους βανδαλισμούς και μετά από ένα υπέροχο ποίημα δακρυσμένη του λέει:

«Τ’ όνομά του η ιστορία διπλά σ’ εκεινού θα γράψει του τρελού που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.

Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ’ τον τάφο να τον πάει και το μίσος αιωνίως και τους δυό να κυνηγάει.

Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν, και οι δυό ατιμασμένοι, μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει.»

Ο δάσκαλος δάκρυζε κι εμείς νομίζαμε ότι κατέβαινε η Αθηνά με την περικεφαλαία της και το δόρυ της και μας πλησίαζε και δεκάχρονα παιδάκια μαθαίναμε την ιστορία μας πολύ διαφορετικά και σε πρώτο πρόσωπο και δεν θέλαμε να γυρίσουμε από αυτές τις εκδρομές.

Κάπου – κάπου τα βήματα μας έφερναν στην Πνύκα, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και στον ναό του Ηφαίστου και της Εργάνης Αθηνάς. Ατενίζαμε τα σπαράγματα της αρχαίας αγοράς και επισκεπτόμασταν την στοά του Αττάλου που το 1959 είχε αναστηλωθεί πλήρως από την Αμερικάνικη Αρχαιολογική Σχολή. Μας ξεναγούσε στην εντυπωσιακή Αδριάνειο Βιβλιοθήκη και μας ταξίδευε στα 1800 πού είχε μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο. Ανθούσε το εμπόριο και οι καφενέδες και τα «Ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» στο τσαρσί της Αθήνας. Κι ανάμεσα σε αυτά, μας απήγγειλε του στίχους του Παλαμά: «Στύλοι, αετώματα, ρυθμοί, μετόπες, ναοί, φυτρώσανε. Μεσ’ απ’ τη γύμνια της τρανόπετρης γης».

Και πράγματι, η περιοχή αυτή της Αθήνας, ήταν σπαρμένη και φυτρωμένα ήταν παντού μάρμαρα που μαρτυρούσαν την αίγλη και την ακμή της Αθήνας των κλασσικών χρόνων, που παρά τις επιδρομές, έμεινε όρθια ανά τους αιώνες… Και αποκαμωμένοι πια γυρίζαμε για ξεκούραση στα σκαλιά του Ηρωδείου.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα