Παλιά τα Καµικάζι είχαν ποτίσει χωρίς φρένο έξαλλες και οργιώδεις καλοκαιρινές βραδιές. Τώρα που τα µπουκάλια είναι ερµητικά κλειστά στο σύνθετο του σαλονιού, το επικείµενο καλοκαίρι έχει τους νέους µαχητές. Χωρίς αλκοόλ αλλά ικανά να σε ζαλίσουν όσο πέντε σαµπούκες. Άνευ µέθης για να νοιώσεις τον πόνο της απογοήτευσης. Το πρώτο καµικάζι της χρονιάς µε επισκέφθηκε χθες βράδυ που τα πλακάκια ίσα που δρόσιζαν. Το θαυµαστό και καταραµένο κουνούπι. Περίµενε τα ζάρια του υδράργυρου και όταν έριξε τις απρόσµενες εξάρες, ήρθε µπροστά στα µάτια µου, βγάζοντας κοροϊδευτικά τη προβοσκίδα του. Κάποτε τα κυνήγαγα µε µανία θέλοντας να δω το αίµα µας, πάνω στα λιωµένα τους φτερά. Τώρα τελευταία βάζω από εκείνο το απωθητικό γαλάκτωµα λες και είµαι η Κέιτλιν Τζένερ. Γίνεται δουλίτσα αλλά τίποτα δε µπορεί να συγκριθεί µε το πρώτο αντάµωµα, εκείνο το σηµάδι στο µπούτι, το θέρος ανίκατε µάχαν. Η µάχη ξεκίνησε.
Μιχ. Παπ.