Ο Ντομένικο Μοντούνιο στο Villy’s Park,  ο Αρτέμης Μάτσας και οι κεφτέδες

02.03.2024 / 10:00
All-focus

Αρχές του 1960, η Πάτρα, στην Καρναβαλική περίοδο, φιλοξενούσε επώνυμους καλλιτέχνες και συγκροτήματα από την Αθήνα. Πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες, έχουν συνδέσει το όνομά τους με σπουδαία γλέντια. Οι δε γνωστοί και πολλοί Σύλλογοι που οργάνωναν χορούς, είχαν ανταγωνισμό ώστε να φέρουν το καλύτερο όνομα. Ο συνθέτης Γιάννη Βέλλας με την ορχήστρα του ξεσήκωνε τους Πατρινούς στο Δημοτικό Θέατρο αλλά και συμμετείχε στην παρέλαση πάνω σε ειδικά διαμορφωμένο άρμα.

Εκείνη την εποχή ήταν πολλά τα γνωστά κέντρα αλλά ήταν και ένα κέντρο που άλλαξε την ιστορία της διασκέδασης στην Πάτρα, όπως αναφέρει σαν τίτλο στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου «Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα» της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου…

Πρόκειται για το «Villy’s Park» και συνεχίζει… «Υπήρχε μια εποχή που όλη η Ελλάδα μιλούσε για το πάρκο ενός Βασίλη, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί σε ισόποσες δόσεις δύο πολύ σημαντικοί «θαμώνες»: το ασυγκράτητο κέφι και η elegant πλευρά της ζωής την νύχτα, συνδυασμός που οδήγησε στην απόλυτη κυριαρχία του όταν έπεφτε ο ήλιος και η Πάτρα αναζητούσε τη λάμψη σε χρόνια που μπορούσε και να την βρει και να την απολαύσει» Με τα λόγια αυτά, οι νεώτεροι μπορούν να καταλάβουν τι σήμαινε αυτό το κέντρο για την διασκέδαση στην Πάτρα. Σε αυτό το κέντρο, είχαν γίνει πολλά ευτράπελα και είχαν καταγραφεί πολλές ιστορίες. Μία από αυτές καταγράφει ο Ανδρέας Κουβελογιάννης, δημοσιογράφος του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ, με πλούσια δραστηριότητα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.

Έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «50 χρυσά χρόνια» και αναφέρεται ιδιαίτερα στην «χρυσή δεκαετία του1960», με πολλές ανέκδοτες ιστορίες από την νυχτερινή Αθήνα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Και όπως διηγείται, το 1959, ο φίλος του Νίκος Μόσχος, εκδότης του περιοδικού «Φαντασία», τον παρακάλεσε να πάρει μερικούς καλλιτέχνες και να κατέβει στην Πάτρα, στο κέντρο του πεθερού του γιου του Άκη, για να ενισχύσουν το Βίλλυ Παρκ. Πήρε τηλέφωνο τον πρώτο ατζέντη εκείνης της εποχής, τον Φώτη Ράπτη,. Του ζήτησε να τον βοηθήσει με κάποιον ξένο καλλιτέχνη και αυτός του απάντησε να το προγραμματίσουν για την άλλη εβδομάδα που θα ήταν στην χώρα μας ο Ντομένικο Μοντούνιο, που πριν ένα χρόνο είχε κάνει την μεγάλη επιτυχία στο φεστιβάλ του Σαν Ρέμο με το “Volare”. Βέβαια, ο κανονικός τίτλος του κομματιού, που έγραψε το 1958 ο συνθέτης και τραγουδιστής, ο οποίος γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1928 στο Πολινιάνο α Μάρε και πέθανε στις 6 Αυγούστου 1994 στη Λαμπεντούζα, ήταν διαφορετικός. Nel blu dipinto di blu, που σημαίνει «στο γαλανό βαμμένος γαλανός», όμως η επιβλητικότητα του ρεφρέν, που τραγουδιέται σαν η φωνή να υψώνεται, πετώντας, στα ουράνια και η επίκληση καθαυτή της πτήσης στον γαλανό αέρα, έχει υποσκελίσει τον πραγματικό τίτλο. Ήλθε, λοιπόν, ο Ντομένικο, και τον προετοίμασε για να τον παρουσιάσει στην Πάτρα. Έπρεπε όμως να πάρει μαζί του Έλληνες καλλιτέχνες και επέλεξε τον Αρτέμη Μάτσα (ως παρουσιαστή), τον κακό του Ελληνικού κινηματογράφου, που ήταν στην πραγματικότητα ένας καλοσυνάτος καλλιτέχνης και εργαζόταν περιστασιακά ως κονφερανσιέ και την sexy ηθοποιό, την Γκιζέλα Ντάλι. Σχετικά άγνωστη τότε, με σπουδές υποκριτικής και καλών τεχνών, ήταν τόσο όμορφη, καλοφτιαγμένη και προκλητική που από το 1960 άρχισε να εμφανίζεται σε ταινίες, αισθηματικές κομεντί, κωμωδίες και μελό. Την αποκαλούσαν Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό. Ο φακός αποτύπωσε το τέλειο σώμα της σε πολλές αποκαλυπτικές σκηνές που έκοβαν την ανάσα στον ανδρικό πληθυσμό που δεν ήταν συνηθισμένος εκείνη την εποχή να βλέπει γυναίκες να γδύνονται τόσο άνετα. Είναι χαρακτηριστικός ο ρόλος της στην ταινία (Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης) (1963). Εκεί, στο ξεκαρδιστικό σκετς με τον Θανάση Βέγγο επίδοξο φωτογράφο, η Γκιζέλα Ντάλι ήταν η στριπτιζέζ που τον αναστάτωσε ερωτικά, σε σημείο που έπεσε λιπόθυμος όταν πέταξε όλα τα ρούχα της και εμφανίστηκε με μπικίνι. Ήλθαν λοιπόν στην Πάτρα και η υποδοχή ήταν φανταστική. Τότε κυριαρχούσαν τα ονόματα του Πεπίνο ντι Κάπρι, του Μοντούνιο, της Ρίτα Παβόνε, του Αλμπάνο, της Ραφαέλα Καρά κ.α. την ίδια υποδοχή αλλά από άλλη σκοπιά είχε η Γκιζέλα με το μίνι της… Μόνο τον Αρτέμη κοίταζαν κάπως… εχθρικά, επειδή εκείνη την εποχή παιζόταν ένα έργο στον οποίο ενσάρκωνε πάλι ένα προδότη. Η βραδιά με τον Μοντούνιο είχε τρομακτική επιτυχία ενώ και οι Έλληνες καλλιτέχνες καταχειροκροτήθηκαν.

Γύρω στις δύο τα ξημερώματα, σε ένα σκετς με την Ντάλι, ο Αρτέμης έκανε σαρδάμ. Άρχισε να τρεκλίζει, αμέσως τον πήγανε ανήσυχοι στα καμαρίνια και τον βάλανε να καθίσει καθώς ήταν κατακίτρινος. Προσπάθησε να σηκωθεί έκανε δυο βήματα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Τότε κάλεσαν ένα γιατρό που ήταν παρέα τους από την Αθήνα, τον καθηγητή ορθοπεδικής Γιώργο Καμπούρογλου. Μπήκε ο γιατρός έσκυψε πάνω του και καθώς του έπαιρνε τον σφυγμό, τον ρωτήσανε αν πρέπει να φωνάξουν νοσοκομειακό. Ο γιατρός όμως τους ζήτησε να φωνάξουν ένα σερβιτόρο, που ήλθε αμέσως. Του έδωσε εντολή και γύρισε με ένα πιάτο κεφτέδες και μια καράφα νερό. Και απευθυνόμενος στον Κουβελογιάννη του λέει «δεν ντρέπεσαι, εμείς έξω διασκεδάζουμε και έχετε αφήσει τον άνθρωπο δυο μέρες νηστικό». Και τότε τον ρωτάνε «Καλά ρε Αρτέμη, δίπλα σου σερβιτόροι, δίπλα σου η κουζίνα, δεν ζητάς να σου φέρουν ότι θέλεις». Και ο Μάτσας που ήταν πολύ ευγενής και σεμνός τους λέει «Μα τους ανθρώπους δεν τους γνωρίζω και δεν με ρώτησε κανείς».

Και καθώς συνήλθε, μετά από τους κεφτέδες, βγήκε στην πίστα καταχειροκροτούμενος που κάλεσε τον Μοντούνιο να τραγουδήσει ακόμη μια φορά το «Volare»: Penso che sogno così non ritorni mai più, mi dipingevo le mani e la faccia di blu, poi d’improvviso venivo dal vento rapito, e incominciavo a volare nel cielo infinito. Volare, oh oh, cantare, oh oh oh oh. Nel blu dipinto di blu, felice di stare lassù…

Ήταν αυτή η Πάτρα του 1960, η όμορφη, η γλεντζέδικη, όταν Καρναβάλι σήμαινε Πάτρα και ήταν η κορωνίδα της χειμερινής διασκέδασης…

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα