Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από το θάνατο του «Άγιου» των ελληνικών γραμμάτων

06.02.2022 / 18:28
papadiamantis_1

Του Γεωργίου Ευθ. Ευσταθίου, π. Προέδρου Εφετών

Ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Ο πατέρας του ήταν Ιερέας και η μητέρα του, το γένος Μωραΐτη, καταγόταν από τον Μυστρά και η οικογένειά της, μετά τα δραματικά γεγονότα των Ορλωφικών αναχώρησε για τη Σκιάθο. Τελείωσε με δυσκολίες την εγκύκλια μόρφωσή του στο νησί του μέχρι το 1862 και μετά στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Αθήνας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1874. Το έτος 1872 ακολούθησε τον μοναχό Νήφωνα στο Αγιον Ορος, όπου, όμως, παρέμεινε μόνο λίγους μήνες κρίνοντας τον εαυτό του ακατάλληλο για το μοναχικό σχήμα.

Πήγε μόνο μία φορά. Εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου, όμως, δεν έλαβε το πτυχίο του. Ελεγε στη μητέρα του, ότι θέλει να γίνει συγγραφέας, να διαβάζει και να γράφει, άλλο τίποτε δεν μπορούσε να κάνει. Και ο Οδ. Ελύτης τονίζει: «Το ‘πε και τόκανε. Δεν πήρε ποτέ το δίπλωμά του, μολονότι του ήταν πολύ εύκολο. Και δεν το πήρε πιθανότατα, για έναν ακόμη λόγο∙ για να αποφύγει τις πιέσεις της οικογένειας, που ονειρευότανε να τον δει ελληνοδιδάσκαλο, τί δράμα!».

Για να συντηρηθεί προγύμναζε μαθητές και στον ελεύθερο χρόνο του μελετούσε Αγγλικά και Γαλλικά. Διαμέσου δε, του εξαδέρφου του Αλ. Μωραϊτίδη, καθηγητή γυμνασίου, γνωρίσθηκε με διαφόρους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε τη δημοσίευση έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.

Γρήγορα εκτιμήθηκε η αξία του και έγινε περιζήτητη η συνεργασία του, καθώς και η μεταφραστική εργασία του. Στο σύνολό του το έργο αποτελείται από:

1) τρία πρωτόλεια μυθιστορήματα ιστορικού περιεχομένου:

 α) η μετανάστις,

β) οι έμποροι των εθνών,

γ) η γυφτοπούλα.

2) 180 περίπου εκτενέστερα διηγήματα (νουβέλες), από τα οποία τα 40 περίπου αναφέρονται στη ζωή των φτωχότερων τάξεων και τα υπόλοιπα στη ζωή και τη φύση της Σκιάθου και

3) ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Το αξιολογότερο, όμως, μέρος του λογοτεχνικού του έργου αποτελούν τα Σκιαθίτικα διηγήματά του, αρκετά από τα οποία έχουν αναγνωρισθεί ως τα αριστουργήματα της πεζογραφίας μας.

Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να γοητεύει τον αναγνώστη

Οταν εμφανίσθηκε στην ελληνική διηγηματογραφία ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης, υπήρχαν ήδη τα ηθογραφικά διηγήματα τών Δημ. Βικέλα και Γεωργ. Βιζυηνού. Κανένας, όμως, δεν είχε δώσει τη μορφή και το ανεπανάληπτο ύφος, που προσέδωσε ο Παπαδιαμάντης, όπως τονίζεται από τον Ηλία Βουτιερίδη [βλ. Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. “Δ. Παπαδήμας”, 1976] και αναγνωρίζεται από όλους.

Πέρα από το «ηθογραφικό» υπόβαθρο, είναι φανερό, ότι έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μέσα στα διηγήματά του κάτι από αυτό, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νεοελληνική λαϊκή μυθολογία» [βλ. Λίνος Πολίτης, ‘Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. 2009, σελ. 204].

Μας έχει χαρίσει έναν γλωσσικό πλούτο και αυστηρά προσωπικό, θαυμάσια εναρμονισμένο. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να γοητεύει τον αναγνώστη το χαριτολόγο, δηκτικό και μερικές φορές σατιρικό πνεύμα του παρά την ιδιότυπη γλωσσική μορφή του, η οποία είναι ένα κράμα από ποικίλα γλωσσικά στοιχεία διαλεκτικά της καθαρεύουσας, της δημοτικής, της βυζαντινίζουσας εκκλησιαστικής γλώσσας και της αρχαιοελληνικής [ασχολήθηκε ενδελεχώς ο Umberto Eco].

Έτσι, λοιπόν, μυρμηκιούν οι λέξεις του από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά της γλωσσικής του κλίμακος. Αναδεικνύεται δε, απαράμιλλος στη χρήση των επιθέτων, των μεταφορικών σχημάτων και των παρομοιώσεων, των ποιητικών εικόνων, των επιγραμματικών χαρακτηρισμών. Η πλήρους αγάπης ψυχή του Σκιαθίτη διηγηματογράφου είναι διάχυτη μέσα στο έργο του και ζωγραφίζει εξίσου τις αρετές και τις κακίες των ηρώων του. Ακόμη και την Χαδούλα Φραγκογιαννού, που είναι η ηρωΐδα του σημαντικότερου μυθιστορήματός του «Η Φόνισσα», την περιβάλλει με κάποια συμπάθεια, ώστε να εξαφανίζεται από τις πράξεις της η ενσυνείδητη κακία. Είναι το αρτιότερο δημιούργημά του, το οποίο εμπλαισιώνεται σ’ αυτές τις λογοτεχνικές διαστάσεις, χωρίς προεκτάσεις, χωρίς αφετηρία και στόχο, με μόνο κίνητρο τον αυθορμητισμό, το ένστικτο, τον πλούτο της φαντασίας, την έμπνευση. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για όσους διέγνωσαν, ότι «Η Φόνισσα» ξέφευγε κάπως από απλό λογοτεχνικό κείμενο, το έργο παραδόθηκε για μελέτη σε κοινωνιολόγους και ψυχολόγους [βλ. Λ. Κούσουλα, εφημ. «Η Καθημερινή» στις 16.10.1988 – Στ. Σκάντζος, Παράλληλος Λόγος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1991, σελ. 18].

Η λάμψη της αγιότητας, που πέτυχε να δώσει στα πράγματα, είναι από μία άποψη, προέκταση της βαθιάς θρησκευτικής του πίστης για μία καλύτερη κατανόηση της περίεργης και ιδιότυπης ιδιοσυγκρασίας του. «’Ο Χριστός στο Κάστρο» κ.ά αποτελούν επιστέγασμα των παραπάνω. Το σέβας, που δείχνει απέναντι σε κάθε έκφανση της ζωής τείνουμε να το καταλογίσουμε στον έντονο συγχρωτισμό του με τα Ψαλτήρια και τα Ευαγγέλια. Και, όπως, συμπληρώνει ο Δ. Γρ. Τσάκωνας [βλ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, 1981, τομ. ΙΙΙ, σελ. 853 επ.], τιμούσε και κήρυττε τον έμπρακτο Χριστιανισμό.

Διδάσκει, ότι δεν αρκεί το να μην ψευδομαρτυρήσεις, να μην κλέψεις κ.λπ∙ δεν αρκεί, δηλ., η αποχή από την κραυγαλέα αμαρτία, ούτε η «άρνηση», αλλά χρειάζεται και η «θέση». Ζούσε την ευγενική φύση της επαρχίας, ταπεινός και αυτοεγκαταλελειμμένος ο λαϊκός Σκιαθίτης θυμίζει ερημητήριο, σκήτη και μία ατέλειωτη προσευχή. Ο Κ. Καβάφης μέσα από το πέτρωμα μιας λιτανείας ασεβών γεφύρωνε το Βυζάντιο με το μέλλον του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ο Παπαδιαμάντης προσπαθούσε, έστω κάτω από μια αστικοποιημένη εκκλησιαστική ηγεσία του καιρού του, που αντιπαθούσε, να προβάλλει τα κοινοβιακά βιώματα του Βυζαντίου, τα οποία ζούσαν σε μία «λανθάνουσα» κατάσταση μέσα στο λαό. Ασκησε κριτική για τους πολιτικούς και πολεμική εναντίον των ιεροψαλτών εκείνων, οι οποίοι απομακρύνονται από το γνήσιο βυζαντινό τυπικό, το οποίο αυτός τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια, ίσως αντιδρώντας ενοχλημένος από τους διάφορους νεοτερισμούς. Εξομολογήθηκε στον Ιωνα Δραγούμη [βλ. Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης – η ζωή – το έργο του – η εποχή του, εκδ. “Βίβλος”, 1966, σελ. 215], ότι «δεν γνωρίζω ούτε μίαν νόταν, δεν ήκουσα κανέναν διδάσκαλον, στο Αγιον Ορος φαίνεται εκεί εσπούδασεν η ψυχή μου..». Ζωγραφίζει σχεδόν όλα τα περιστατικά και τους ανθρώπινους τύπους του πατρικού του νησιού, που παίρνουν ζωή και κίνηση από τη νοσταλγία του συγγραφέα. Τέλος, ότι σε όποια σελίδα του έργου του και αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από τον Χριστιανό τον ‘Ελληνα. ‘Ηταν, λοιπόν, απόμακρος με μεγάλη πνευματικότητα και με έναν ισχυρό υποσυνείδητο μοναχισμό, ωστόσο, ο ίδιος ήταν «άνθρωπος του ελαχίστου». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι στα 1908, όταν λόγιοι οργάνωσαν έναν επίσημο εορτασμό στον «Παρνασσό» για τα εικοσιπεντάχρονά του, αυτός αισθάνθηκε την ανάγκη να χαθεί από προσώπου γής και κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου του μανάβη του Ν. Μπούκη, χωρίς να συμμετάσχει σε κάτι, που τον αφορούσε και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό.

Ψάλτης στην εκκλησία του Αγ. Ελισσαίου

Ιστορικό ήταν το πέρασμά του από την Εκκλησία του Αγ. Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, αλλά και του Αγ. Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Στο δεξιό ψαλτήρι αυτός και στο αριστερό ο Αλέξ. Μωραϊτίδης προσέδιδαν κάθε φορά μία εξαιρετική ατμόσφαιρα στις Ιερές Ακολουθίες. Εκεί, λοιπόν, στον ‘Αγ. Ιωάννη λειτουργούσε ο Ιερέας Νικόλαος Πλανάς (1851 – 1932), ένας Αγιος του προηγούμενου αιώνα, που τόσο ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης, όσο και ο Φ. Κόντογλου τον αναφέρουν συχνά στα έργα τους ως παπά Νικόλα, για τον οποίο έχει μελοποιήσει ο μακαριστός Νικόδημος Βαλληνδράς, Επίσκοπος της Ι. Μ. Πατρών [βλ. Δημ. Φερούσης, Ο Παπακαλόγερος, έκδ. Αποστ. Διακονίας, σελ. 277 επ. με σκίτσα και φωτογραφίες της εποχής, όπου και η γνωστή σε καφενείο, που την τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας]. Ο Γ. Βαλέτας αναφέρεται στον Τσικνόπουλο, ο οποίος διηγείται «… Περί το μεσονύκτιον, λοιπόν, μετέβην βιαστικά εις τον Αγ. Ελισσαίον, όπου είχε προχωρήσει πλέον η Αγρυπνία. Εύρον δε ναΐσκον γεμάτον από κόσμον. Ο χειμών ήτο αρκετά δριμύς το έτος εκείνο… Είχε τελειώσει ο Εσπερινός, έγινεν η ευλόγησις τών άρτων και μετά την ανάγνωσιν θα ήρχιζεν ο Ορθρος, το ωραιότερον μέρος της ακολουθίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια τους θεσπεσίους ύμνους του Κοσμά και Δαμασκηνού… τους τρείς ψαλμούς του Δαυΐδ, διά τους Κανόνας είτα, ότε εκυριάρχει ο Παπαδιαμάντης, ψάλλων με την άχρουν εκείνην ασθενικήν φωνήν του, αλλά με το περιπαθές αλησμόνητον ύφος κατορθώνων να μεταδίδει τον ενθουσιασμόν του εις τους ακούοντας, οι οποίοι, χωρίς να το θέλουν, τον παρηκολούθουν και αυτοί εις τας αρμονικάς κινήσεις του εν τω ψάλλειν, ότε εκινείτο όλος κι’ εχόρευε κι’ ελαφρώς εκτύπα τας χείρας του επί του αναλογίου και τους πόδας του επί του ξυλίνου δαπέδου, χωρίς να γεννά καμμίαν χασμωδίαν…».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από το θάνατο του «Άγιου» των ελληνικών γραμμάτων 2

Μεγάλος Έλληνας πεζογράφος

 Σκηνές στο έργο του, που σίγουρα απεικονίζουν πίνακα του Ν. Γκύζη, μπορεί να θυμίζουν σελίδες από τα έργα του Κάρολου Ντίκενς στην Αγγλία ή και του Λέοντα Τολστόϊ, αλλά και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Μεγάλος ‘Ελληνας πεζογράφος, μεγάλη μορφή της ελληνικής γραμματολογίας. Αντάξιος του Κάρολου Ντίκενς, του Βίκτωρα Ουγκώ, του Λέοντα Τολστόϊ και του Ντοστογιέφσκι. Στη ζωή μας από μικρά παιδιά έχουμε συνδέσει αυτές τις απαράμιλλες χριστουγεννιάτικες γιορτές με τον Αλέξ. Παπαδιαμάντη και τα λογοτεχνικά έργα του, τα οποία αναπολούμε κάθε φορά, ακόμα και σήμερα, με φοβερά συναισθήματα. Αυτές, λοιπόν, τις άγιες ημέρες δεν μπορούμε να μην τον θυμηθούμε και μάλιστα έντονα και να μην ανατρέξουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση και νοσταλγία στα σπουδαία έργα του και την προσωπικότητά του∙ αλλά και με μια ιδιαίτερη ευλάβεια: καθιερώθηκε ως «κοσμοκαλόγηρος» και «άγιος των γραμμάτων μας».

Ο Οδ. Ελύτης [βλ. Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, εκδ. 1989 “Γνώση”] γι’ αυτές ακριβώς τις έντονες συναισθηματικές αναπολήσεις του παρελθόντος γράφει: «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του… ‘Ένα ψήλωμα νοητό, που θα χρειαστεί να το ξανανεβούμε, για να εκτιμήσουμε σωστά τις διαστάσεις των πραγμάτων γύρω μας. Από ένα τέτοιο ψήλωμα είναι που πρέπει να θεωρήσουμε και τη χώρα του Παπαδιαμάντη». Και συμπληρώνει ο νομπελίστας ποιητής μας, ότι, όταν οι φίλοι του μιλούσαν για Κάρολο Ντίκενς ή Εντγκαρ Αλαν Πόε, αυτός απαντούσε διαμαρτυρόμενος: «Δεν μοιάζω με κανέναν απ’ αυτούς, ομοιάζω με τον εαυτόν μου∙ τούτο δεν αρκεί;». Δυστυχώς, δεν αρκούσε. Χρειάστηκε να καταρρεύσει το σκηνικό των μεγάλων ξένων προτύπων, ν’ αναδυθεί μισό-πραγματική, μισό-φανταστική, σταλάζοντας ακόμη αθωότητα, η Σκίαθος, για ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του και να ταυτίσει μέσα του τα δύο είδωλα: εκείνο, που αντίκριζε στα κατοπινά ταξίδια του και το άλλο, που του είχε, σε παραδεισιακή κατάσταση, δοθεί από την εποχή των πρώτων του μυστικών ερώτων. Ο Γάλλος μελετητής Λε Γκιγιού τον αποκαλεί «Ελληνα Ντοστογιέφσκι». Αλλά και ο βαθύς μελετητής του έργου του Κ. Μπαστιάς τονίζει: «οι δύο Σκιαθίτες πεζογράφοι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης θυμίζουν τον Τολστόϊ» [βλ. Κ. Μπαστιάς, Ο Παπαδιαμάντης. Δοκίμια, εκδ. 1962]. Μαζί του γεννήθηκε, αλλά και έσβησε η Χριστιανική έορταστική διηγηματογραφία, φαινόμενο, που έκτοτε δεν κατέστη δυνατό να επαναληφθεί.

Στα εξωκκλήσια πλανάται πλέον η ψυχή του 

Ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911. Στέκομαι στο έργο του: «Το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Κατευοδώτρας»: Γράφει «Επάνω εις τον βράχον της ερήμου ακτής, από παλιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. ‘Ολον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι’ ο βράχος υψώνει την πλάτην του, γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γήν, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού στεφανώνει την κορυφήν του». Σ’ αυτά τα εξωκκλήσια πλανάται πλέον η ψυχή του Αλέξ. Παπαδιαμάντη, μέσα στο γαλανό ελληνικό Αιγαίο, πάνω στα ψαλτήρια με το ράσο του, με το βλέμμα του στραμμένο στις άγιες εικόνες, που έστεκαν με χαμηλωμένο το φώς των καντηλιών, μέσα στο λιβάνι• πλανάται και διασχίζει τα Ομηρικά ακρογιάλια, τον Ολυμπο και μετά στέκεται η ψυχή του υποκλινόμενη στο Περιβόλι της Παναγιάς και γονυπετής να ψάλλει τους ύμνους των αγίων ημερών, όπως αυτός ήξερε, με τον δικό του μοναδικό τρόπο να αποδίδει. «Χρόνια Πολλά κυρ’ Αλέξανδρε» και καλό κατευόδιο στις ουράνιες και αιώνιες Μονές. ‘Ενας Παπαδιαμάντης «νύν καί άεί».

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα