Κυριακή απόγευμα στην Τριών Συμμάχων και στον Μόλο

15.06.2024 / 8:30
All-focus

Την περασμένη εβδομάδα, πήγαμε μαζί μια βόλτα με ένα καΐκι του μόλου μέχρι την Τερψιθέα για ουζάκι…. Αυτά τα ζεστά απογευματινά της εποχής του 1960, στην Πάτρα είχαν πολλές εικόνες. Όμως η Κυριακάτικη καλοκαιρινή βόλτα στον μόλο και στην πλατεία Τριών Συμμάχων εκτός από εικόνες είχε και μελωδίες και βέβαια πολλές γεύσεις.

Έτσι Κυριακή απόγευμα, μέσα Ιουνίου, και από νωρίς, ανέμενα με αγωνία την εκκίνηση. Περίμενα να δω και πάλι πάνω στην εξέδρα τη φιλαρμονική του Δήμου, με μαέστρο τον Θεόφιλο Κάβουρα. Τα κυριακάτικα απογεύματα έδινε συχνά λαϊκές υπαίθριες συναυλίες στην πλατεία Τριών Συμμάχων και στην πλατεία Γεωργίου.

Ακολουθώντας τη γνωστή διαδρομή, κατεβήκαμε την Αγίου Νικολάου και φτάσαμε μέχρι τον φάρο, όπου ήταν η εξέδρα του καφενείου. Το καφενείο του φάρου ήταν ένα πανέμορφο κτίσμα, που είχε ολόγυρα κάγκελα και θάλασσα. Ακριβώς δίπλα εκείνο το απόγευμα έπλεε αργά αργά ένα μεγάλο καράβι. Εντυπωσιακό και φωταγωγημένο, χάιδευε τα ήρεμα νερά μέχρι να χαθεί έξω από τον κυματοθραύστη.

Οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ ή το ουζάκι τους με μεζέ παστωμένο ψαράκι περιποιημένο, που ετοίμαζε ο κυρ Γιάννης ο Λιόπετας. Το δικό μου κέρασμα συνήθως ήταν βανίλια υποβρύχιο ή πατατούλες τηγανητές.

Πιο πριν ήταν η βάρκα του Σκαρτσώρα, που έκανε το δρομολόγιο μόλος-κυματοθραύστης για ψαράδες, κολυμβητές, αλλά και για ρομαντικά ζευγαράκια που ήθελαν να απολαύσουν τη θέα της Πάτρας και του κάστρου από τη θάλασσα. Με τη βάρκα του Σκαρτσώρα, αλλά και με άλλες βάρκες, πήγαιναν και κάποιοι τολμηροί ψαροντουφεκάδες, που έκαναν μακροβούτια στην έξω πλευρά του κυματοθραύστη. Κι εγώ το πήγαινε – έλα με το καϊκι του καπετάν Παναγιώτη…

Το πολύβουο λιμάνι ησύχαζε, τα εμπορικά πλοία με λιγοστά φώτα, μισοφορτωμένα περίμεναν την Δευτέρα να φανούν αχάραγα οι τσετίες των σωματείων θαλάσσης και προλιμένος να συνεχίσουν την παραλαβή των φορτίων για τα εργοστάσια και τα χοντρομπακάλικα…

Κι εμείς στην επιστροφή, πιάναμε τραπέζι στην αριστερή πλευρά της πλατείας Τριών Συμμάχων, με λεμονάδα ή και γλυκό περγαμόντο. Σε λίγο θα άρχιζε η συναυλία της φιλαρμονικής, της μουσικής του Δήμου όπως τη λέγαμε, που τα στελέχη της είχαν ανέβει ήδη στην εξέδρα, δίπλα από το πολυγωνικό σιντριβάνι. Στα διπλανά τραπέζια πολλοί έπιναν το ουζάκι τους με μεζέ τα φυλλαράκια και την καρδιά από μικρές άγριες αγκινάρες, βουτηγμένες στο αλάτι. Ο πλανόδιος πωλητής με το καλαθάκι τις σερβίριζε πάνω σε μικρά κομμάτια χαρτιού, λεπτού σαν τσιγαρόχαρτο, βάζοντας δίπλα και λίγο ψιλό αλάτι.

Η συναυλία κόντευε να αρχίσει, καθώς οι μουσικοί με τις όμορφες στολές τους, με τα σιρίτια και τις επωμίδες, κούρντιζαν τα όργανα και οι ακροατές είχαν καταλάβει όλες τις θέσεις.

Ο μαέστρος Θεόφιλος Κάββουρας ανέβαινε σε ένα μικρό παταράκι, από όπου σκορπούσε μελωδίες από κλασικά μουσικά έργα που είχε ετοιμάσει. Η μουσική του Δήμου είχε αγκαλιαστεί και αγαπηθεί από τους Πατρινούς. Τους συνόδευε στις στρατιωτικές παρελάσεις, στις λιτανείες, στους επιταφίους αλλά και στις καρναβαλικές παρελάσεις, που σημαίνει ότι είχε και διαφορετικές στολές, ανάλογα με την περίσταση.

Ο μαέστρος Κάββουρας ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και τον θαύμαζαν, γιατί ζούσε με ένταση την κάθε στιγμή στο πόντιουμ.

Με αδημονία περιμέναμε να παρουσιάσει τα έργα που είχε γράψει ο ίδιος, πράγμα που έκανε συνήθως προς το τέλος της συναυλίας. Το θριαμβευτικό εμβατήριο «corpus domini», το «μπουρμπούλι» και το «ποτ πουρί», με το οποίο συνήθως έκλεινε, ενθουσίαζαν τον κόσμο. Επίσης αγαπημένο του φινάλε ήταν και η «Αΐντα» του Βέρντι, που την ολοκλήρωνε με τη συνοδεία του κόσμου. Χωρίς παρτιτούρα, παθιαζόταν από την αρχή μέχρι το τέλος, όμως στο «Allegro non tropo» πρέπει να είχε ιδιαίτερη αδυναμία, καθώς παράσερνε τον κόσμο με το πάθος και το νεύρο του. Και το πολυπληθές ακροατήριο, γύρω από το πατάρι, συνόδευε με ενθουσιασμό και παλαμάκια.

Το καλοκαίρι, τον Δεκαπενταύγουστο, γίνονταν στον μόλο και κολυμβητικοί αγώνες, τα «Μαραγκοπούλεια», και για τον λόγο αυτό τοποθετούσαν στην αρχή του μόλου ξύλινες εξέδρες. Οι εξέδρες έμπαιναν δεξιά ή αριστερά, αναλόγως αν φύσαγε μαΐστρος ή βοριάς, για να μην έχει ρεστία η θάλασσα- συνήθως έμπαιναν δεξιά.

«Ο Ναυτικός Όμιλος Πατρών μνήμων των μεγίστων υπηρεσιών, ας προσέφερε προς την αθλουμένην νεότητα ο αείδημος επί σειράν ετών Πρόεδρος αυτού Βασίλειος Γ. Μαραγκόπουλος, καθιέρωσεν από του 1947 εγκρίσει της Ελλληνικής Κολυμβητικής Ομοσπονδίας Φιλάθλων ετήσιους κολυμβητικούς αγώνες ΠΑΙΔΩΝ-ΕΦΗΒΩΝ-ΚΟΡΑΣΙΔΩΝ μεταξύ όλων των κολυμβητικών και Ναυτικών Σωματείων της χώρας μας».

Μου άρεσαν πολύ οι κολυμβητικοί αγώνες και έπιανα από νωρίς στασίδι μαζί με τον αδερφό μου. Στην αρχή είχαν ομιλίες από τον πρόεδρο του Ν.Ο.Π. και τις «αρχές» και μετά ενός λεπτού σιγή εις μνήμην Β. Μαραγκόπουλου. Όταν τελείωναν οι αγώνες, τρέχαμε να πιάσουμε σειρά στη βρύση του μόλου, γιατί από τον πασατέμπο και την απογευματινή ζέστη, είχαμε… κορακιάσει.

Στο τέλος, βέβαια, και πριν την επιστροφή στο σπίτι, ήταν απαραίτητο ένα κέρασμα. Συνήθως, αυτό ήταν λουκουμάδες με κανέλλα ή μπουγάτσα στο ζαχαροπλαστείο του Ζήκου στην Αγίου Νικολάου. Πολλές φορές όμως ήταν και στο γαλακτοπωλείο του Ομηρίδη, που ήταν στα δεξιά, πριν τη γωνία με τη Ρήγα Φεραίου. Στα διπλανά μαρμάρινα τραπέζια συχνά κάθονταν πατριώτες του Ομηρίδη, πόντιοι εκ Ρωσίας, που μιλούσαν ρώσικα και είχαν έρθει στην Πάτρα με την τελευταία φουρνιά προσφύγων, λίγο πριν το 1940.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος*

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα