Κουφόβραση στο Βλατερό

31.07.2022 / 15:30
All-focus

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ

Κουφόβραση και στις αρχές του 1960, η μοναδική διέξοδος δροσιάς ήταν η μάζωξη με πολυθρόνες και σκαμνιά στα πεζοδρόμια. Έτσι γινόταν και τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, στο Βλατερό, έξω από το σπίτι της θειάς μου, γωνία Αλ. Υψηλάντου και Κολοκοτρώνη. Μαζεύονταν οι Βλατερισιάνες, έβγαιναν στα πεζούλια και περίμεναν με αδημονία να δροσιστούν με κατεβατό από το κάστρο για να ξεχάσουν τη λάβρα του μεσημεριού.

Από νωρίς, με το πέσιμο του ήλιου, ο Στριφτούλιας είχε καταβρέξει το πεζοδρόμιο αλλά και τον δρόμο μπροστά από το καφενείο του. Το καφενείο ήταν γωνία Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη, με έναν μεγάλο ευκάλυπτο απ’ έξω (που υπάρχει ακόμη). Είχε βγάλει τα τραπεζάκια έξω, έτοιμα για το καραφάκι ούζο και την μπίρα – ποτήρι από το αλουμινένιο βαρέλι του Μάμου.

Κουφόβραση στο Βλατερό 3

Το οινομαγειρείο του Σπαλιάρα αρωμάτιζε όλη τη γειτονιά με το στιφάδο και το γιαχνί που ετοίμαζε για τις βραδινές παρέες.

Γιαχνί με πατάτες έφτιαχνε και η θειά μου, όπως και τουτουμάκια με ντομάτα, ειδικά τη σαρακοστή πριν της Παναγίας. Τα τουτουμάκια και τον τραχανά τα είχε αποθηκευμένα σε λευκές ντεμέλες (μαξιλαροθήκες), πάνω σε ένα φαρδύ ράφι της κουζίνας.

Όαση δροσιάς και η «Στρούγκα», το ζαχαροπλαστείο, που είχε τη μηχανή για το αγαπημένο παγωτό χωνάκι και βέβαια την υπέροχη σφολιάτα.

Οι αυτοσχέδιες παραστάσεις Καραγκιόζη

Το σπίτι, στο πίσω μέρος είχε μια μεγάλη αυλή, στην οποία κατέληγε μια σιδερένια σκάλα. Ιδανικό μέρος για να στήνω με τον αδερφό μου τον πρόχειρο μπερντέ (ένα σεντόνι) και να παίζουμε Καραγκιόζη. Κόβαμε τις φιγούρες από τα δίφυλλα των εκδόσεων «Παπαδημητρίου» και «ΑΣΤΕΡΟΣ», και τις κολλάγαμε σε χαρτόνι με αλευρόκολλα. Τα έργα δε τα διαβάζαμε στα μικρά έντυπα των εκδόσεων «Άγκυρα». Η σκάλα ήταν ιδανική ως καθίσματα για το κοινό που ήταν προσκαλεσμένο, δηλαδή την πιτσιρικαρία της περιοχής. Τα έργα που είχαμε στο βασικό μας ρεπερτόριο ήταν «ο Καραγκιόζης γιατρός» και «ο Καραγκιόζης φούρναρης».

Οι πλανόδιοι επαγγελματίες

Η γειτονιά, ειδικά τα πρωινά, ήταν ζωντανή και θορυβώδης. Από το παράθυρο που έβλεπε στην Υψηλάντου φαινόταν όλη η κίνηση στον δρόμο. Τα πρωινά περνούσαν διάφοροι πλανόδιοι επαγγελματίες με τα εργαλεία και την πραμάτεια τους στον ώμο. Νωρίς – νωρίς, κάθε πρωί και ο Αιχμαλωτίδης, ο παγοπώλης με τα καρότσια, που είχε και την Πετρογκάζ, στην Αγίου Νικολάου.

Αχθοφόροι και καροτσέρηδες που έκαναν αγώγια, με νοικιασμένα κάρα από τον καμπούρη της Κορίνθου, ήταν συνεχώς στον δρόμο, καθώς το Μαρκάτο ήταν σε απόσταση δύο τετραγώνων από το σπίτι.

Ο ακονιστής, που κουβάλαγε στην πλάτη του το ακόνι, περνούσε σχεδόν κάθε βδομάδα. Πάνω στον τροχό ακόνιζε μαχαίρια και ψαλίδια και, καθώς γύριζε ο τροχός, γέμιζε ο δρόμος σπίθες, που δημιουργούσαν ένα ωραίο θέαμα.

Απέναντι, σε μια παλιά είσοδο σπιτιού, έβαζε για φύλαξη το κάρο του ο μπαρμπα – Τάκης, με εμπόρευμα πρόκες, τακούνια, σπάγκους και διάφορα άλλα υλικά για τσαγκάρηδες. Τα πρωινά αγγάρευε πιτσιρικάδες για να σπρώξουν το κάρο μέχρι τη γωνία, στο ουζερί του Λαγκαδινού, που ήταν το στέκι του, με το ανάλογο χαρτζιλίκι.

Ο γανωτής (ή γανωματής) ερχόταν από τα Ταμπάχανα. Είχε μαζί με τα εργαλεία του κι ένα μεγάλο σακί, που έβαζε μέσα τα σκεύη για γάνωμα, τα οποία επέστρεφε μετά από δυο τρεις ημέρες. Αυτό αποτελούσε συχνά αιτία προστριβών, γιατί στην επιστροφή έφερνε συχνά άλλα αντ’ άλλων. Τα οικιακά σκεύη, που ήταν από χαλκό, σε περίπτωση φθοράς (οξείδωσης) του επικαλύμματός τους λεγόντουσαν αγάνωτα και ήταν επικίνδυνο να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή φαγητού. Έπρεπε γι’ αυτό να περαστεί η επιφάνειά τους με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος), που σημαίνει πως η δουλειά του γανωματή ήταν απαραίτητη για τα νοικοκυριά. Πολλές φορές άναβε τη φωτιά και έκανε επιτόπου το γάνωμα, έξω από τα σπίτια.

Ο βαρικινάς πέρναγε, φορτωμένος τις μπουκάλες με τη βαρικίνα, και τη στεντόρεια φωνή του «βαρικίναααααααααααααα… ο βαρικινάς!».

Κουφόβραση στο Βλατερό 4

Ήταν ο Καλογιάννης από το Ζαβλάνι, ψηλός που είχε σούστα με ένα άλογο βαρβάτο και συμπλήρωνε με την βροντερή φωνή του «βαρικίνα που πλένει τα βρακιά…».

 Ο πιο συμπαθητικός από όλους, όμως, ήταν ο πατσατζής με το κάρο του, που φώναζε «πατσεεεεεεεεεεεεές… και ποδαράκια!». Με φαρδιά παντελόνια, ποδιά και τραγιάσκα, είχε κάπως αλλόκοτο σουλούπι. Είχε όμως συμπαθητική φάτσα, καθότι κοκκινομάγουλος, με μικρά στρογγυλά μάτια και αραιά φρύδια. Ο πατσάς είχε μεγάλη ζήτηση, ειδικά από τα μαγέρικα που τον είχαν στο βασικό τους μενού, κυρίως λαδορίγανη.

Αραιά και πού, πέρναγε κι ο γύφτος με το κάρο γεμάτο κοπριά και καστανόχωμα. Ξυπόλητος, καθισμένος χαμηλά στο πλάι, η γύφτισσα συνήθως γκαστρωμένη, με την κοιλιά τούρλα, και ένα γυφτόπουλο ξεβράκωτο να διώχνει με έναν βούρδουλα πλήθος από αλογόμυγες. Αργότερα ο γύφτος απέκτησε κι άλλο αντικείμενο εργασίας, αφού, μαζί με την πώληση της κοπριάς, διόρθωνε και καρέκλες. Η τέχνη του καρεκλά δεν απαιτούσε πολλά εργαλεία, μόνο στεγνό ψαθί και τα βασικά, όπως πρόκες, σύρμα και σφυρί.

Κάποιες λίγες φορές πέρναγε κι ένας εμποράκος, που κουβάλαγε όλο το εμπόρευμα στον ώμο, μερικά λιγοστά υφάσματα, και στο άλλο χέρι είχε ένα καλάθι με υλικά μοδιστρικής. Τα καταστήματα της Ερμού ήταν γεμάτα από τέτοια υλικά, όμως αυτός γνώριζε τα σπίτια που είχαν μοδίστρες και χτύπαγε τα ρόπτρα προκειμένου να τους πουλήσει κουβαρίστρες, ψαλιδάκια, καρφίτσες κ.ά. Είχε και παραμάνες, που ήταν περιζήτητες, γιατί αν έσπαγε ή χανόταν κουμπί οι παραμάνες έλυναν προσωρινά το πρόβλημα, κάποιες φορές και μόνιμα.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα