Υπεραλίευση και Πατραϊκός – «Κρίσιμη η ανθρώπινη παρέμβαση»

26.01.2022 / 15:46
patraikos

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΞΑΝΘΗ

Τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ο αριθμός των αναφορών της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και των πολιτών σχετικά με την υπεραλίευση των αλιευτικών αποθεμάτων σε παγκόσμια αλλά και μεσογειακή κλίμακα. Ειδικότερα, για τις ελληνικές θάλασσες, ο όρος υπεραλίευση είχε αρχίσει να διαδίδεται, από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από συζητήσεις που αφορούσαν στην υπερεκμετάλλευση των αλιευτικών αποθεμάτων ιδιαίτερα στους ημίκλειστους κόλπους πλησίον των αστικών κέντρων, όπως ο Πατραϊκός κόλπος.

Ο «Νεολόγος»  πραγματοποίησε έρευνα για την ποσότητα των αλιευμάτων στην περιοχή της Πάτρας και ευρύτερα στη Δυτική Ελλάδα. Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Βιολογίας – Ιχθυολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Δημήτριος Μουτόπουλος μιλάει στον «Ν» για την σημερινή κατάσταση.  

Η ιστορία του Πατραϊκού

Στην περιοχή του Πατραϊκού είχε παρατηρηθεί και  μεταπολεμικά (1949-1955) μια μείωση του ποσοστού συμμετοχής των ειδών ψαριών πρώτης (Α’) κατηγορίας (όπου αποτελούσαν το 8-10% της παραγωγής), ενώ αντίθετα αυξήθηκε η συμμετοχή των τρίτων (Γ’) ειδών, στοιχείο που επιβεβαιώνονταν και από πειραματικές έρευνες, εκείνης της εποχής, σε σύγκριση με τις περιοχές που δεν είχαν υποστεί έντονη αλιευτική εκμετάλλευση όπως μας δηλώνει ο κ. Μουτόπουλος. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι παρά τις αναφορές για υπεραλίευση των αποθεμάτων εκείνης της εποχής, η μέση επίσημη αλιευτική παραγωγή της δεκαετίας του 1960 ήταν σχεδόν κατά 50% μικρότερη από την αντίστοιχη που καταγράφεται στις ημέρες μας.

Ο Πατραϊκός κόλπος αποτελεί πεδίο με έντονη αλιευτική δραστηριότητα από παλαιά. Υπάρχουν αναφορές του 1747 για ναυπηγήσεις αλιευτικών πλοιαρίων στην Πάτρα, ενώ επί Τουρκοκρατίας υπήρχε συνοικισμός ψαράδων στην περιοχή του Ψαθόπυργου. Η πρώτη αναφορά για χρήση ανεμότρατας φαίνεται να έχει γίνει στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήδη από εκείνη την εποχή η δραστηριότητα του συγκεκριμένου αλιευτικού εργαλείου προκαλούσε αντιδράσεις καθώς είχε ζητηθεί η απαγόρευσή του αφού υπήρχαν φόβοι πως κατέστρεφε το γόνο των ψαριών.

Ακόμη, σύμφωνα με τη στατιστική αλιευτικών σκαφών και ψαράδων θαλάσσιας αλιείας των αρχών του 20ου αιώνα, φαίνεται ότι η Πάτρα αποτελούσε από τότε σημαντικό κέντρο αλιευτικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, συγκέντρωνε το 6% του συνολικού αριθμού αλιέων και το 3.4% των σκαφών σε πανελλήνια κλίμακα. Την ίδια εποχή απαγορεύτηκε με Βασιλικό Διάταγμα η διεξαγωγή αλιείας από το Ρίο ως την Κόρινθο.

Στις ημέρες μας ο Πατραϊκός κόλπος αποτελεί σημαντικό αλιευτικό πεδίο για την αλίευση ειδών μεγάλης εμπορικής αξίας, όπως ο μπακαλιάρος, η γαρίδα, η κουτσομούρα, και το λυθρίνι. Η αλιευτική δραστηριότητα στην περιοχή είναι σημαντική χωρίς όμως να είναι από τις εντονότερες στη χώρα όπως υπογραμμίζει ο έγκριτος καθηγητής βιολογίας – ιχθυολογίας. Η δομή και τα πρότυπα της εκμετάλλευσης είναι κοινά με αυτά των υπόλοιπων περιοχών της χώρας και ο αλιευτικός της στόλος αποτελείται από τα σκάφη της ανοιχτής θάλασσας (μηχανότρατα και γρι-γρι) και τα παράκτια αλιευτικά σκάφη.

Δημήτρης Μουτόπουλος: «Κρίσιμη η ανθρώπινη παρέμβαση»

Υπεραλίευση και Πατραϊκός - «Κρίσιμη η ανθρώπινη παρέμβαση» 2

Σημαντικό στοιχείο επιβάρυνσης των αλιευτικών αποθεμάτων και όχι μόνο αυτών αποτελεί η ρύπανση των θαλασσών και η υποβάθμιση του παράκτιου περιβάλλοντος, τα φυσικά χαρακτηριστικά του οποίου, μας εξηγεί ο καθηγητής, αλλοιώνονται με ραγδαίους ρυθμούς λόγω της διαρκούς πίεσης από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες στην παράκτια ζώνη.

Η διάβρωση της παράκτιας ζώνης είναι έντονη, η οικιστική ανάπτυξη ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, οι παρεμβάσεις στην παράκτια ζώνη πολλαπλές και διαφόρων τύπων, η βιομηχανία αναπτύσσεται σε μεγάλα κέντρα σε περιοχές μάλιστα ιδιαίτερης σημασίας για την αλιεία και όλα αυτά έχουν επίπτωση τόσο στο οικοσύστημα όσο και στα ιχθυοαποθέματα. Μια μείωση της φέρουσας ικανότητας του οικοσυστήματος τονίζει ο κ. Μουτόπουλος,  οδηγεί σε υπεραλίευση ακόμα και ένα καλά διαχειριζόμενο σύστημα.

Η αλλοίωση των θαλάσσιων ενδιαιτημάτων από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις μειώνει την πιθανότητα επιβίωσης, και κατά συνέπεια την αλιευτική απόδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής αποτελεί η ραγδαία εμφάνιση των μεδουσών την τελευταία διετία. Αν και πλήθος ερμηνειών έχουν αναδειχθεί, όπως αυτό της υπεραλίευσης, είναι σημαντικό να αποτυπωθεί ότι το πρόβλημα είχε κάνει τη βραχύβια εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η αλιευτική προσπάθεια και παραγωγή ήταν υποπολλαπλάσια της σημερινής.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολλά είδη που αποτελούν σημαντικά είδη υψηλής εμπορικής αξίας για τη μικρή παράκτια αλιεία βρίσκονται υπό πίεση. Ο κύκλος ζωής τους τα κάνει να είναι εξαρτώμενα από την πολύ παράκτια ζώνη δηλαδή από περιοχές με βάθος μικρότερο του ενός μέτρου. Δυστυχώς όμως τα διαθέσιμα στοιχεία μας λέει ο κ. Μουτόπουλος είναι ελάχιστα και σε κανένα από τα έργα της περιοχής δεν γίνεται αναφορά στις πιθανές επιπτώσεις στους ιχθυοπληθυσμούς.

Καταληκτικά ο κ. Μουτόπουλος σημειώνει πως δεν υπάρχει αλιεία χωρίς στοιχεία, γιατί το «αποτύπωμα» της αλιείας, ως κοινωνική δραστηριότητα, εμπεριέχεται σε πολλούς τομείς της οικονομίας, όπως η απασχόληση, η κατανάλωση, οι απαιτήσεις σε καύσιμα, κ.ά. Η ακρίβεια στην εκτίμηση της αλιευτικής παραγωγής είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη διαχείριση των ελληνικών αποθεμάτων.

*(από την εφημερίδα “Νεολόγος”).

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα