Μετά τον εφιάλτη των πλημμυρών, οι κάτοικοι της Θεσσαλίας έρχονται αντιμέτωποι και με τον εφιάλτη των μολυσμένων νερών, με συνέπεια αρκετοί να διακομίζονται στα νοσοκομεία.
Σύμφωνα με την κυρία Αγαπηδάκη «οι πολίτες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με τη λάσπη και τα στάσιμα νερά από τα νερά της πλημμύρας, Γιατί έχουν παρασύρει φερτά υλικά, τρωκτικά, ερπετά, έχουμε νεκρά ζώα, φυτοφάρμακα ενδεχομένως, λιπάσματα. Άρα, οι πολίτες να αποφεύγουν την επαφή με νερά πλημμύρας» είπε, για να συμπληρώσει πως «δεν έχουμε μια ενιαία κατάσταση σε όλη τη Θεσσαλία. Η κάθε περιοχή έχει διαφορετικές συνθήκες», καθώς σε κάποιες περιοχές έχει αποστραγγιστεί το νερό με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να γυρίζουν στα σπίτια τους. Όπως ανέφερε η κυρία Αγαπηδάκη οι πολίτες σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να μην πηγαίνουν μέσα στα σπίτια χωρίς προφυλάξεις.
Μετά από πλημμύρες, οι πιθανότεροι κίνδυνοι για την υγεία του πληθυσμού περιλαμβάνουν τις γαστρεντερίτιδες ιογενούς, βακτηριακής και παρασιτικής αιτιολογίας (norovirus, rotavirus, Cryptosporidium κ.ά.), ηπατίτιδα Α, νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (Covid-19, λεγεωνέλλα κ.ά), καθώς και τα νοσήματα που μεταδίδονται μέσω διαβιβαστών και μέσω τρωκτικών ή άλλων ζώων (λεπτοσπείρωση, ιός Δυτικού Νείλου, ελονοσία κ.ά).
Αυτά αναφέρονται σε εγκύκλιο της γγ Δημόσιας Υγείας, Φωφώς Καλύβα, με σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του ιατρικού προσωπικού και των άλλων επαγγελματιών υγείας για την έγκαιρη διάγνωση και επιδημιολογική καταγραφή νοσημάτων, η εμφάνιση των οποίων ευνοείται από τα πλημμυρικά φαινόμενα, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής δήλωσης νοσημάτων και της επιδημιολογικής επιτήρησης του ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για την έγκαιρη αναγνώριση και τον εργαστηριακό έλεγχο πιθανών κρουσμάτων λεπτοσπείρωσης. Υπενθυμίζεται ότι η λεπτοσπείρωση είναι μικροβιακή λοίμωξη, που προκαλείται από τον μικροοργανισμό λεπτόσπειρα (Leptospira spp) και παρατηρείται σε ανθρώπους και ζώα. Το υγρό περιβάλλον και η παρουσία οργανικών υλικών συντελούν στην παρατεταμένη επιβίωση του μικροβίου. Η λεπτόσπειρα μπορεί να μεταδοθεί όταν ούρα ή ιστοί μολυσμένου ζώου έρθουν σε επαφή με βλεννογόνους (των οφθαλμών, της μύτης και του στόματος).
Επίσης, η μετάδοση μπορεί να γίνει έμμεσα όταν ο άνθρωπος έρθει σε επαφή με μολυσμένο από ούρα περιβάλλον (κολύμπι ή έκθεση σε μολυσμένα νερά, κατάποση μολυσμένης τροφής).
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από πυρετό, κεφαλαλγία, ρίγος, μυαλγίες, ένεση επιπεφυκότων και, λιγότερο συχνά, μηνιγγίτιδα, εξάνθημα, ίκτερο ή νεφρική ανεπάρκεια. Στα εργαστηριακά κριτήρια για τη διάγνωση περιλαμβάνονται:
Απομόνωση της λεπτόσπειρας από κλινικό δείγμα του ασθενούς.
Ανίχνευση της λεπτόσπειρας σε κλινικό δείγμα με ανοσοφθορισμό.
Αύξηση του τίτλου συγκολλητινών κατά της λεπτόσπειρας.
Ανίχνευση αντισωμάτων IgM έναντι της λεπτόσπειρας στον ορό του ασθενούς.
Η λεπτοσπείρωση θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση ασθενών με αιφνίδια εμφάνιση πυρετού, ρίγη, υπεραιμία επιπεφυκότων, πονοκέφαλο, μυαλγίες και ίκτερο. Η λεπτοσπείρωση αποτελεί υποχρεωτικώς δηλούμενο νόσημα που δηλώνεται στον ΕΟΔΥ.
Περαιτέρω και δεδομένης της τρέχουσας επιδημιολογικής εικόνας των επηρεαζόμενων περιοχών, βάσει των ειδικών καιρικών και περιβαλλοντικών συνθηκών, το ερχόμενο διάστημα θεωρείται αναμενόμενη η διάγνωση περισσότερων κρουσμάτων που οφείλονται στον ιό του Δυτικού Νείλου. Ως εκ τούτου, εφίσταται η προσοχή στην έγκαιρη ανίχνευση, καταγραφή και δήλωση ύποπτων ή/και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Επίσης, κρίνεται σκόπιμη η επαγρύπνηση των επαγγελματιών υγείας για τις περιπτώσεις αντιμετώπισης επιμόλυνσης τραυμάτων από βακτήρια, όπως ο σταφυλόκοκκος και ο στρεπτόκοκκος και μυκητιάσεις. Επιπλέον, δέον όπως ληφθεί μέριμνα καθώς, λόγω συνθηκών, δεν είναι απίθανη η πρόκληση δηγμάτων (τσιμπημάτων) από άγρια ή και οικόσιτα ζώα και ερπετά.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για την υγειονομική φροντίδα ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι έγκυες, άτομα με χρόνια νοσήματα, κινητικές ή άλλες δυσκολίες, άτομα τρίτης ηλικίας κ.ά. Οι επαγγελματίες υγείας, ανεξάρτητα της δομής στην οποία υπηρετούν, συνιστάται να παρέχουν στον πληθυσμό της περιοχής οδηγίες προφύλαξης και προστασίας της υγείας και της ψυχικής υγείας, καθώς και να καθοδηγούν τους πολίτες με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ορθή και αποτελεσματική χρήση των υπηρεσιών υγείας.