ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Εκδόσεις «Εστία»
Πέρασε από το πατρογονικό της σπίτι, πριν πάει στο δικό της. Είχε καιρό να ανταμώσει τους γονείς της. Ανέβαινε μετρώντας τα σκαλιά, σαν να ζητούσε απ’ τη μνήμη της να ξαναζωντανέψει όλα τα βήματα των προγόνων που ανεβοκατέβηκαν τη σκάλα, απ’ τον προηγούμενο κιόλας αιώνα. Τα βήματά τους είχαν κάνει γούβες στη μέση των σκαλοπατιών. Τα διέσωσε ο χρόνος. Δεν το επιδίωξαν, δεν είχαν καν σκεφτεί πως απ’ το σώμα τους θα έμενε τούτο το αποτύπωμα στην πέτρα, όταν οι ίδιοι θα είχαν γίνει σκόνη. Γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείοι, εξάδελφοι χαμένοι στους πολέμους, εξαδέλφες με τα μακριά φουστάνια τους και τα πλατιά τακούνια. Γαμπροί καινούριοι με πατημασιές συγκρατημένες, που θα ’χαν έρθει οικογενειακώς ένα απόγευμα ή ένα βράδυ να ζητήσουν το ονειρεμένο χέρι, μόλις έσβηναν πάλι τα πένθη από τους χαμούς, στα μεσοδιαστήματα των εξεγέρσεων.