Δημήτρης Αλεξόπουλος: Ο καταξιωμένος καθηγητής καρδιολογίας μιλά για την πετυχημένη του πορεία στην Ιατρική

23.07.2022 / 11:00
IMG_0866-2

ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο καθηγητής Καρδιολογίας Δημήτρης Αλεξόπουλος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Όσα χρόνια έμεινε στην Πάτρα, ως καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και διευθυντής του Καρδιολογικού Τμήματος ΠΓΝΠ, έδωσε μάχες, μαζί με την ομάδα του, νυχθημερόν και άοκνα, για να ζώσει ζωές.Το ίδιο κάνει το τώρα, πιστός στο καθήκον και στον όρκο του, στο πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Αττικόν» στην Αθήνα. Είναι γνωστό στην πόλη, ότι κατά την περίοδο της θητείας του στην Πάτρα, ο κ. Αλεξόπουλος απέκτησε αφοσιωμένους ασθενείς οι οποίοι τον εμπιστεύονται τυφλά. Άλλωστε, ο κ. Αλεξόπουλος, εφαρμόζει πρωτοποριακές μεθόδους, οι οποίες έχουν μπει σε διεθνή εφαρμογή και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος, από τους πολλούς, που μας κάνει να λέμε ότι είναι από τους γιατρούς που κάνουν περήφανο το Εθνικό Σύστημα Υγείας.Ο Δημήτρης Αλεξόπουλος υπηρέτησε στην Πάτρα, από το 1990 μέχρι και το 2016, ενώ διαθέτει τεράστια κλινική εμπειρία, ως Εξειδικευμένος Επεμβατικός Καρδιολόγος με περισσότερους από 10.000 αριστερούς καθετηριασμούς (στεφανιογραφικούς ελέγχους) και περισσότερες από 6.000 αγγειοπλαστικές ως πρώτος χειριστής. Συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων σε άλλους 13.000 στεφανιογραφικούς ελέγχους. Επίσης έχει εμπειρία στη χρήση ενδοστεφανιαίας απεικόνισης (IVUS, OCT), καθώς και στην εφαρμογή κλασματικής εφεδρείας ροής (FFR), ενώ είναι συντονιστής του δικτύου πρωτογενούς αγγειοπλαστικής από το 2004. Πλέον είναι καθηγητής Καρδιολογίας του ΕΚΠΑ, υπηρετεί στο Νοσοκομείο «Αττικόν» και είναι πρόεδρος του Ελληνικού Κολεγίου Καρδιολογίας. Σημαντικό είναι, βέβαια, και το ερευνητικό του έργο με πάνω από 400 δημοσιεύσεις μελετών σε επιστημονικά περιοδικά. Ζητήσαμε από τον κ. Αλεξόπουλο να μας μιλήσει στον «Νεολόγο» των Πατρών και με χαρά αποδέχθηκε το αίτημά μας. Μιλήσαμε για τα όσα έχουν αλλάξει στην επιστήμη της Καρδιολογίας από τότε του πρωτοξεκίνησε ως γιατρός – και είναι πολλά – για τις διαφορές της νοοτροπίας που υπάρχουν μεταξύ του ελληνικού συστήματος υγείας και του αγγλοσαξονικού – μιας και διαθέτει την εμπειρία εργασίας τόσο στην Αγγλία, όσο και στις ΗΠΑ – του ζητήσαμε την άποψή του για το εθνικό σύστημα υγείας, αλλά και τις προοπτικές που έχει ένας γιατρός σε ένα περιφερειακό νοσοκομείο της Ελλάδας, σε σχέση με έναν συνάδελφό του γιατρό ο οποίος υπηρετεί σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών. Ακόμη μας μίλησε για τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στους καρδιολογικούς ασθενείς, αλλά και του ζητήσαμε, μέσω του «Νεολόγου» των Πατρών να δώσει τις συμβουλές του προς του νέους του συναδέλφους που τώρα ξεκινούν την επαγγελματική του πορεία. Από τη συνέντευξη του διακεκριμένου καρδιολόγου δεν λείπει και το προσωπικό στοιχείο, καθώς κλήθηκε να μας απαντήσει τους λόγους τους οποίους τον ώθησαν να φύγει από την Πάτρα και να μετεγκατασταθεί στην Αθήνα. Λόγοι που όπως σημειώνει ήταν καθαρά προσωπικοί, μιας και η οικογένειά του ζούσε στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση ο κ. Αλεξόπουλος, υπογραμμίζει ότι του λείπει η Πάτρα και οι άνθρωποί της, δεδομένου ότι πρακτικά το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του καριέρας το πέρασε στην αχαϊκή πρωτεύουσα.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης του καθηγητή Καρδιολογίας Δημήτρη Αλεξόπουλου στον «Νεολόγο» των Πατρών:   

Δημήτρης Αλεξόπουλος: Ο καταξιωμένος καθηγητής καρδιολογίας μιλά για την πετυχημένη του πορεία στην Ιατρική 5

Κύριε καθηγητά, από το 1985 όπου λάβατε την ειδίκευση του καρδιολόγου, μέχρι και σήμερα, πόσο έχει προχωρήσει η επιστήμη της καρδιολογίας;

Θα έλεγα ότι έχουν αλλάξει πάρα πολλά από τότε, σχεδόν τα πάντα και αυτό αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι πλέον οι καρδιολογικοί ασθενείς ζουν περισσότερο. Η μεγαλύτερη αλλαγή θα έλεγα, είναι ότι έχει γίνει κατανοητή σε όλο τον πληθυσμό, η σημασία των παραγόντων κινδύνου, όπως είναι το κάπνισμα, η χοληστερίνη, της υπέρτασης, του διαβήτη, κτλ., και έτσι λαμβάνονται μέτρα εκπαίδευσης του πληθυσμού στην κατεύθυνση αλλαγής του τρόπου ζωής. Το γεγονός αυτό, έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε μείωση των καρδιολογικών νόσων. Θυμηθείτε τι γινόταν πριν από 35 – 40 πριν, όταν όλοι κάπνιζαν με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι εφιαλτική για τη Δημόσια Υγεία. Για να γίνω ακόμη πιο συγκεκριμένος στο ερώτημά σας, πλέον η στεφανιαία νόσος διαγνώσκειται πρωιμότερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια και όχι μόνο διαγιγνώσκεται αλλά αντιμετωπίζεται και καλύτερα. Εκεί βέβαια, που έχει επέλθει μεγάλη αλλαγή, είναι στον τομέα της επεμβατικής καρδιολογίας, όπου όλοι γνωρίζουμε ότι πλέον οι αγγειοπλαστικές των στεφανιαίων είναι η κύρια μέθοδος επέμβασης, ενώ τα bypass , η χειρουργική δηλαδή αντιμετώπιση έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα, όχι από άποψης ποιότητας ή σημασίας, αλλά αναλογικά. Δηλαδή στις 100 επεμβάσεις καρδιάς, οι 80 θα είναι με αγγειοπλαστική και οι 20 θα είναι με bypass. Επίσης και στην αντιμετώπιση των αρρυθμιών, είναι τεράστιες οι αλλαγές με την ευρεία χρήση των βηματοδοτών και των απινιδωτικών συσκευών που είναι σωτήριες για τη ζωή. Όλα αυτά ξεκίνησαν περίπου το 1980 με 1985 και είναι μέθοδοι διαγνωστικές και θεραπευτικές, οι οποίες εφαρμόζονται σε όλη τη χώρα και όλα τα μεγάλα κέντρα και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όλα τα μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της χώρας. Επίσης, στην κολπική μαρμαρυγή που είναι η πιο συχνή αρρυθμία, πλέον υπάρχει μέθοδος αντιμετώπισής της με κατάλυση –ένα είδος καυτηριασμού- της αρρυθμίας, αλλά και στην καρδιακή ανεπάρκεια, ένα σύνδρομο από το οποίο πάσχουν χιλιάδες ασθενείς και συνίσταται στο ότι η καρδιά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του σώματος σε οξυγόνο, έχουν βγει καινούργια φάρμακα που βελτιώνουν την επιβίωση των ασθενών μας. Επομένως, είναι τεράστιες οι αλλαγές αυτά τα 35 χρόνια, οι οποίες έχουν ως συνέπεια την πιο έγκαιρη διάγνωση των καρδιακών νοσημάτων και κυρίως την πιο σωστή αντιμετώπισή τους, με αποτέλεσμα οι καρδιολογικοί ασθενείς σήμερα να ζουν περισσότερα χρόνια.

Δημήτρης Αλεξόπουλος: Ο καταξιωμένος καθηγητής καρδιολογίας μιλά για την πετυχημένη του πορεία στην Ιατρική 6

Έχετε εργαστεί επί σειρά ετών στο εξωτερικό. Ποιά θα λέγατε ότι είναι η βασική διαφορά νοοτροπίας μεταξύ των γιατρών του αγγλοσαξωνικού – αμερικάνικου συστήματος υγείας με τη δική μας;

Η εμπειρία μου εργασίας στο εξωτερικό ήταν πριν από 35 χρόνια, οπότε πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Όταν εργαζόμουν στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, το 1983 με 1989, οι δομές υγείας ήταν πιο οργανωμένες από ότι ήταν στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Βέβαια, και στο εξωτερικό, τότε, η Καρδιολογία ήταν περιορισμένη. Για παράδειγμα, στο νοσοκομείο της Οξφόρδης όπου υπηρετούσα εκείνη την περίοδο, υπήρχαν τέσσερις ειδικευμένοι καρδιολόγοι, ενώ σήμερα στο ίδιο νοσοκομείο υπάρχουν 40. Από αυτό καταλαβαίνει κανείς την τεράστια ανάπτυξη της καρδιολογίας.  Όσον αφορά την νοοτροπία, μία που το θέτετε έτσι το ερώτημα, η σκέψη των νέων Ελλήνων γιατρών παλαιότερα ήταν να πάνε στο εξωτερικό συνήθως για κάποια μετεκπαίδευση διάρκειας από έξι μήνες μέχρι και δύο χρόνια. Λίγοι συνάδελφοι έμεναν για περισσότερο διάστημα, 5 ή 10 χρόνια, και ακόμη πιο λίγοι έμεναν στο εξωτερικό για πάντα. Στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία είχαμε διάφορα προβλήματα στον τομέα αυτό, με κυρίαρχο το brain drain, όπου πολλοί νέοι επιστήμονες έφυγαν στο εξωτερικό γιατί, δεν έβλεπαν καλές προοπτικές. Ευτυχώς, τώρα η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί. Βέβαια, όλα τα συστήματα υγείας και το δικό μας και αυτά του εξωτερικού, έχουν τα προβλήματά τους. Αυτό το διαπιστώνουν οι Έλληνες συνάδελφοι που πηγαίνουν, για παράδειγμα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας, τα οποία κυρίως καθορίζονται από τους οικονομικούς περιορισμούς. Βέβαια, είναι δύσκολο να συγκρίνουμε το ελληνικό σύστημα υγείας με το αγγλοσαξονικό, αλλά σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι δεν υστερούμε στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, πλέον δεν αποτελεί κριτήριο, ότι ένας γιατρός που θα πάει στην Αγγλία θα μάθει καλύτερη Ιατρική, από ότι θα μάθει εδώ στην Ελλάδα. Ωστόσο, το πλεονέκτημα που υπάρχει στο αγγλοσαξονικό σύστημα υγείας είναι ότι η επαγγελματική πορεία των γιατρών είναι πιο προβλέψιμη, κυρίως στις ΗΠΑ που είναι μια τεράστια χώρα με παρά πολλές δυνατότητες, για αυτό ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γιατρών είναι ξένοι, Πακιστανοί, Ινδοί, Κινέζοι, Κορεάτες, κτλ. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι Αμερικάνοι συγκεντρώνουν τους εγκεφάλους από όλες τις χώρες και τους αξιοποιούν. Αυτό συμβαίνει και στην ιατρική επιστήμη. Για παράδειγμα, το ποσοστό των καρδιολόγων γιατρών στις ΗΠΑ μη Αμερικανών είναι σήμερα πολύ – πολύ μεγαλύτερο από ότι ήταν παλαιότερα.

Το Εθνικό μας Σύστημα Υγείας πιστεύετε ότι ανταποκρίνεται στις διεθνείς εξελίξεις στην καρδιολογία;

Χωρίς καμία αμφιβολία, η απάντηση είναι θετική. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί καρδιολόγοι, περισσότεροι από άλλες χώρες ανά εκατομμύριο πληθυσμού, οι οποίοι διαθέτουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και είναι ενημερωμένοι γιατί ακριβώς παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις, με συμμετοχή στα συνέδρια είτε με φυσική παρουσία, είτε μέσω του διαδικτύου, όπου υπάρχει πλέον η δυνατότητα παρακολούθησης μεγάλων συνεδρίων του εξωτερικού. Ό,τι γίνεται στο εξωτερικό γίνεται και στη χώρα μας και πρακτικά, όλοι οι καρδιολογικοί ασθενείς αντιμετωπίζονται εδώ με τον καλύτερο τρόπο. Θα έλεγα ότι, είναι ελάχιστοι οι τομείς που είμαστε ακόμη αδύναμοι, όπως είναι οι μεταμοσχεύσεις και οι σπάνιες συγγενείς καρδιοπάθειες στα παιδιά, όπου παρίσταται ανάγκη να χειρουργηθούν στο εξωτερικό. Επομένως, αναμφίβολα οι Έλληνες γιατροί είναι στο ίδιο επίπεδο και σε πολύ υψηλότερο από άλλες χώρες και βέβαια το εθνικό σύστημα υγείας προφανώς είναι ο κορμός της παροχής υπηρεσιών υγείας στη xώρα και θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά υψηλό το επίπεδο.

Δημήτρης Αλεξόπουλος: Ο καταξιωμένος καθηγητής καρδιολογίας μιλά για την πετυχημένη του πορεία στην Ιατρική 7

Παρά την πρόοδο της Επιστήμης τα καρδιαγγειακά νοσήματα συνεχίζουν να αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου. Τελικά, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ακυρώνει στην πράξη τα επιτεύγματα της Ιατρικής;

Δεν θα το έλεγα. Για πολλούς ο σύγχρονος τρόπος ζωής σημαίνει άγχος αλλά δεν είναι έτσι, άγχος πάντοτε υπήρχε. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής περιλαμβάνει και την ενημέρωση και την εκπαίδευση του κοινού για τους παράγοντες κινδύνου και η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, έχει κάνει κτήμα του τη γνώση αυτή. Ξέρουν όλοι ότι το κάπνισμα βλάπτει, ξέρουν όλοι ότι ο σακχαρώδης διαβήτης βλάπτει, ότι η υπέρταση βλάπτει. Επομένως, ο καθένας που είναι υπεύθυνος και σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να φροντίζει για όλα αυτά. Δεν μπορεί να περιμένει από την επιστήμη ότι θα τα κάνει όλα, στη λογική ότι «θα καπνίζω, θα τρώω ανθυγιεινά, θα έχω υψηλή πίεση, θα πάθω δυο εμφράγματα και μετά ελάτε καρδιολόγοι να με σώσετε».  Θα έλεγα ότι πλέον οι περισσότεροι πολύ πριν γίνουν ασθενείς προσέχουν και φροντίζουν τον εαυτό τους και την υγεία τους. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής συνοψίζεται στο ότι προσέχουμε τον εαυτό μας περισσότερο και πρέπει να τον προσέξουμε. Επειδή, λοιπόν, προσέχουμε και επειδή η επιστήμη έχει προχωρήσει με τα επιτεύγματα της, ζούμε περισσότερο και όσο περισσότερο ζει κανείς, τόσο περισσότερο εμφανίζονται τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα οποία συγκαταλέγονται στα νοσήματα φθοράς. Για παράδειγμα, κάποιος που θα ζούσε 65 με 70 χρόνια ενδεχομένως να μην εμφάνιζε καρδιοπάθεια, αλλά εάν ζήσει 85 με 90 χρόνια, τότε πιθανώς στα παραπάνω χρόνια να παρουσιάσει τη νόσο και ίσως και σε πιο προχωρημένη μορφή. Εκεί θα παρέμβει η επιστήμη και θα τον βοηθήσει με πιο ισχυρά φάρμακα, με τις επεμβατικές μεθόδους που διαθέτει για την αντιμετώπιση των καρδιοαγγειακών νόσων. Έτσι, αυτό που συμβαίνει τώρα, είναι ότι έχουμε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας με πιο δύσκολα στοιχεία νόσου.

Πόσο άλλαξε η πανδημία του κορωνοϊού τον τρόπο αντιμετώπισης των καρδιοπαθών ασθενών; Ισχύει ότι οι άνθρωποι που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιαγγειακές επιπλοκές για μήνες μετά την αρχική ανάρρωσή τους;

Η πανδημία μας επηρέασε πάρα πολύ, κυρίως κατά τον πρώτο χρόνο της εμφάνισής της, τόσο με το λοκντάουν, όσο και με τον πανικό και το φόβο που κυρίευσε τους ασθενείς, κυρίως εξαιτίας της άγνοιας. Για αυτό και στην αρχή οι ασθενείς δεν πήγαιναν στο νοσοκομείο, διότι είχαν φόβο μήπως εκεί κολλήσουν κορωνοϊό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένας ασθενής για να αποφασίσει να πάει στο νοσοκομείο, θα έπρεπε να πάθει κάτι πολύ σοβαρό, όπως ένα έμφραγμα. Επίσης, λειτούργησε αποτρεπτικά το γεγονός ότι για να επισκεφθεί ένας καρδιολογικός ασθενής ένα νοσοκομείο, θα έπρεπε να κάνει τεστ και θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα για την αποτροπή μετάδοσης του ιού. Επομένως, η πανδημία λειτούργησε αρνητικά, τον πρώτο ένα με ενάμιση χρόνο για την αντιμετώπιση των καρδιολογικών περιστατικών. Ευτυχώς, τώρα όλα αυτά έχουν ελαχιστοποιηθεί. Όσον αφορά το σκέλος του ερωτήματός σας για τους κινδύνους των ανθρώπων που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό, θα έλεγα ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες ασθενών. Αυτοί που νόσησαν βαριά και είχαν καρδιακή συμμετοχή στην οξεία φάση και οι οποίοι, αναμφίβολα, θέλουν ιατρική παρακολούθηση και στο μέλλον, ώστε να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις του κορωνοϊού στην καρδιά. Ευτυχώς, αυτοί οι ασθενείς είναι πολύ λίγοι. Η δεύτερη κατηγορία ασθενών, είναι ο γενικός πληθυσμός covid, οι οποίοι νόσησαν αλλά δεν χρειάστηκε να πάνε στο νοσοκομείο, ή εάν πήγαν δεν χρειάστηκε να διασωληνωθούν και δεν υπήρξε καρδιακή συμμετοχή στην οξεία φάση της νόσου. Ακόμη δεν είναι τόσο σαφείς οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του κορωνοϊού, σε αυτούς τους ασθενείς. Ο κορωνοϊός, από ότι έχουν καταλήξει πιο ειδικοί από μένα επιστήμονες, προκαλεί έναν ερεθισμό στο εσωτερικό των αγγείων και κάποιες από αυτές τις βλάβες μπορεί να παραμένουν για καιρό και να προκαλεί συνέπειες τις οποίες ακόμη δεν γνωρίζουμε, καθώς απαιτείται χρόνος για να δούμε τις επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ακόμη δεν ξέρουμε εάν οι ασθενείς που πέρασαν κορωνοϊό στα 30 τους χρόνια, παρουσιάζουν πιο πολύ στεφανιαία νόσο στα 60 τους, από ότι οι τριαντάρηδες που δεν νόσησαν. Επομένως, για τους πολλούς ασθενείς κορωνοϊού που δεν είχαν τη βαριά εκδήλωση της νόσου, δεν είναι τεκμηριωμένη κάποια βλαβερή επίδραση στο καρδιαγγειακό.

Δημήτρης Αλεξόπουλος: Ο καταξιωμένος καθηγητής καρδιολογίας μιλά για την πετυχημένη του πορεία στην Ιατρική 8

Με βάση την μακρά εμπειρία σας, από τι επηρεάζεται η σταδιοδρομία του γιατρού; Για εσάς ποιο θα λέγατε ότι είναι εκείνο το στοιχείο που σας καταξίωσε στον κλάδο της καρδιολογίας;

Αυτό είναι ένα δύσκολο και περίπλοκο ερώτημα για να απαντηθεί. Ας ξεκινήσουμε από το σκέλος που αφορά τη σταδιοδρομία ενός γιατρού. Θεωρώ ότι καταλυτικός παράγοντας στην εξέλιξη ενός γιατρού, είναι κατά πόσο ο ίδιος το θέλει να ανελιχθεί. Σε αυτό,  φυσικά, παίζει σημαντικό ρόλο η ειδικότητα που θα επιλέξει. Σε κάθε περίπτωση, είτε κάποιος ασκήσει ιδιωτική ιατρική, είτε νοσοκομειακή, είτε πανεπιστημιακή, απαιτείται πολύ μελέτη και κλινική ενασχόληση σε μεγάλα νοσοκομειακά κέντρα ιδίως στα πρώτα τους βήματα. Σε προσωπικό επίπεδο, επέλεξα από νωρίς να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα και να έχω και κλινικό έργο, καθώς είχα την τύχη να εκπαιδευτώ σε κορυφαία κέντρα του εξωτερικού, στην Οξφόρδη και στο Mount Sinai Hospital της Νέας Υόρκης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι πριν από 33 χρόνια που ήρθα στην Πάτρα ξεκίνησα από το μηδέν την οργάνωση του Καρδιολογικού τμήματος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, σε έναν τομέα που είχα εξειδικευτεί στην επεμβατική καρδιολογία, που ήταν ανύπαρκτη στην Δυτική Ελλάδα. Καταφέραμε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας με τα χρόνια, να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο συνεργασίας με 12 νοσοκομεία της Δυτικής Ελλάδας. Η συνεργασία αυτή έφερνε περισσότερους ασθενείς στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο με δύσκολα προβλήματα και με τον τρόπο αυτό αποκτήσαμε και εμείς περισσότερη εμπειρία. Επίσης, εξίσου σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι κατορθώσαμε να δημιουργήσουμε μια μεγάλη ερευνητική ομάδα με σημαντική ακαδημαϊκή παραγωγή, η οποία είχε απήχηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Έτσι με τον τρόπο αυτό, ακούστηκε το όνομα της Πάτρας στο εξωτερικό και σε όλα τα διεθνή επιστημονικά συνέδρια, τουλάχιστον στον τομέα της Καρδιολογίας που αναφέρομαι.

Έχοντας την εμπειρία και από ένα περιφερειακό νοσοκομείο, όπως το Πανεπιστημιακό της Πάτρας, όσο και από ένα του κέντρου, στο Αττικόν όπου υπηρετείται τώρα, θα λέγατε ότι ένας γιατρός ενός νοσοκομείου της περιφέρειας, έχει τις ίδιες ευκαιρίες ανέλιξης, βελτίωσης και εξέλιξης σε σχέση με έναν συνάδελφό του που υπηρετεί σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών;

Αναμφίβολα ναι. Καταρχάς από το 1985, 1988 και μετά άλλαξε ο χάρτης της Υγεία στη χώρα, με τη λειτουργία των μεγάλων πανεπιστημιακών νοσοκομείων, σε Πάτρα, Ιωάννινα Λάρισα, Αλεξανδρούπολη και Ηράκλειο. Σε όλα αυτά τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία υπάρχουν ισχυρές καρδιολογικές μονάδες, με πολλούς ειδικευόμενους και παρέχονται ευκαιρίες στους συναδέλφους που θέλουν να ανελιχθούν. Επομένως δεν μπορεί να πει κανείς ότι το κέντρο υπερέχει έναντι της περιφέρειας. Αντιθέτως, θα μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να είναι και το αντίθετο. Δηλαδή σε ένα μικρό ή και μεσαίο νοσοκομείο των Αθηνών, οι δυνατότητες να είναι λιγότερες από ότι στο πανεπιστημιακό της Πάτρας. Άρα θα έλεγα ότι οι ευκαιρίες ανέλιξης υπάρχουν και εξαρτάται από τον γιατρό, το κατά πόσο θέλει να δουλέψει, να μελετήσει, να ασχοληθεί για να εξελιχθεί. Φυσικά, σημαντικό ρόλο παίζει και το κέντρο στο οποίο θα βρεθεί ένας γιατρός, δηλαδή από την ομάδα των γιατρών με την οποία θα συνεργαστεί, ποιους μέντορες θα έχει και εάν υπάρχουν και άλλοι συνάδελφοί του γιατροί οι οποίοι θα τον οδηγήσουν προς τα πάνω. Όλα αυτά που σας ανέφερα είναι σημαντικοί παράγοντες εξέλιξης και ανέλιξης ενός γιατρού και όχι εάν το νοσοκομείο στο οποίο υπηρετεί, βρίσκεται στην πρωτεύουσα ή στην ελληνική περιφέρεια.

Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η απόφασή σας να φύγετε από την Πάτρα; Τι σας λείπει από την πόλη μας;

Στην Πάτρα παρέμεινα επί 27 χρόνια. Τα πρώτα χρόνια μαζί με την οικογένειά μου, αλλά την τελευταία 15ετία της παραμονής μου στην πόλη, η οικογένειά μου ζούσε στην Αθήνα. Οπότε, βάρυναν στην απόφαση να φύγω από την Πάτρα οικογενειακοί λόγοι. Προστιθέμενης και της κόπωσης με συνεχή ταξίδια  σε εβδομαδιαία βάση, μεταξύ Πάτρας όπου εργαζόμουν και Αθήνας, όπου ήταν η οικογένεια μου. Και σκεφτείτε ότι εκείνη την εποχή και επί μια δεκαετία, οι οδικές συνθήκες του ταξιδιού από την Πάτρα στην Αθήνα και το αντίστροφο, ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, απερίγραπτες θα έλεγα. Η μετακόμιση στην Αθήνα, ήταν μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου, με τα αρνητικά αλλά και τα θετικά που με έκαναν να πάρω και την τελική μου απόφαση. Αναμφίβολα, όμως, η Πάτρα μου λείπει, όπως μου λείπουν το πανεπιστήμιο της Πάτρας και το πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Όπως επίσης μου λείπουν οι χιλιάδες ασθενείς, όσο και ευρύτερα από την Δυτική Ελλάδα και να νησιά, με τους οποίους είχαμε αναπτύξει μια διαπροσωπική σχέση και είχαμε δεθεί. Επίσης, μου λείπουν οι συνεργάτες μου, τόσο οι γιατροί, όσο και οι νοσηλευτές. Πρακτικά,  το κύριο κομμάτι της επαγγελματικής μου ζωής ήταν στην Πάτρα, οπότε αναμφίβολα μου λείπουν πάρα πολλά από την πόλη αυτή που πάντα αγαπούσα και που είναι, άλλωστε, η γενέτειρα του πατέρα μου.

Δεδομένης της εμπειρίας σας, τι θα συμβουλεύατε έναν νέο που αποφοίτησε φέτος από την Ιατρική Σχολή;

Να κάνει σωστή επιλογή της ειδικότητας, με βάση αυτό που του ταιριάζει και να επιλέξει από νωρίς, τι καριέρα θέλει να ακολουθήσει, δηλαδή εάν θα ασχοληθεί με την ιδιωτική ιατρική, την νοσοκομειακή ιατρική ή την ακαδημαϊκή έρευνα. Όπως και να έχει, θα πρέπει να πάρει πολύ καλή βασική εκπαίδευση, να μελετήσει πολύ κατά τη διάρκεια της ειδικότητάς του και στη συνέχεια να προβληματιστεί και να σκεφτεί ποιες είναι οι εξελίξεις και τι νέο υπάρχει στον ορίζοντα στον τομέα του, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει κάποια από αυτά τα όπλα ούτως ώστε να μπορέσει να διαφοροποιηθεί από τους άλλους συναδέλφους του για να πάει ένα βήμα πιο μπροστά από τους άλλους και με στόχο να μπορέσει αυτό το μικρό παραπάνω βήμα να το εφαρμόσει μετά στην πρακτική με κύριο στόχο την προσφορά στους ασθενείς. Με τον τρόπο αυτό προχωρά η επιστήμη και βελτιώνεται η κλινική φροντίδα προς τους ασθενείς.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Νεολόγος” των Πατρών

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα