Ο Κώστας Καλτσάς στον «Ν»: Ιστορία μας, αμαρτία μας

28.04.2024 / 8:00
SONY DSC

Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου

Ξεκινάμε από τα βασικά. Η «Νικήτρια Σκόνη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» σε μετάφραση του Γιώργου Μαραγκού είναι ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς και ένα μυθιστόρημα που θα συζητηθεί μέσα στο χρόνο. Ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας, με έναν τρόπο που δεν έχεις συναντήσει ξανά στη (νέο)ελληνική λογοτεχνία. Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας που ζει και πεθαίνει διαρκώς σαν ήρωας του «Flatliners». Ο Κώστας Καλτσάς ολοκήρωσε το διδακτορικό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ως υπότροφος του Arts and Humanities Research Council UK, με τη «Νικήτρια σκόνη» ως μέρος της διατριβής του.

Πραγματοποιείς ένα είδος ισορροπίας σε λεπτό πάγο ψηλαφίζοντας την ιστορία και χρησιμοποιώντας το swiffer της γραφής. Κατά πόσο ένοιωθες σίγουρος για το πώς δεν ασχολείσαι με κάτι συγγραφικά τετριμμένο; Πως ακουγόταν η ιστορία σαν αντίλαλος; Μπορεί και αντίπαλος…

Σίγουρος; Να πω καθόλου; Φυσικά ο Εμφύλιος δεν αποτελεί πρωτότυπο θέμα για ελληνικό μυθιστόρημα. Από την άλλη, στη γραφή έχει σημασία και το πώς, όχι μόνο το τι. Οπότε, πέραν του γεγονότος πως θα ασχολούμουν με την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1944 και το αιματοκυλισμένο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου σε βαθμό που δεν απαντάται συχνά εκτός ιστορικών εγχειριδίων, θεώρησα και πως η προσέγγισή μου ήταν αρκετά ιδιόρρυθμη και λογοτεχνικά ενδιαφέρουσα ώστε να δικαιολογεί την απόπειρα. Τέλος, το γεγονός ότι μυθιστόρημα γράφτηκε στα αγγλικά, ως μέρος διδακτορικής διατριβής στη δημιουργική γραφή, επέτρεπε και ως ένα σημείο τη σκέψη ότι, τουλάχιστον για την πρώτη φουρνιά αναγνωστών του, τα γεγονότα που πραγματεύεται ήταν λίγο-πολύ άγνωστα.

Να πω ότι με ικανοποιεί ιδιαίτερα η χρήση σου των λέξεων ‘αντίλαλος’ και ‘αντίπαλος’. Κατά κάποιον τρόπο συνοψίζουν την ενασχόληση του βιβλίου με την Ιστορία, και ως πιθανή «επανάληψη», αλλά και ως ταυτόχρονα εξήγηση και βαρίδι για το παρόν.

Διαλέγεις τρεις περιόδους της νεότερης Ιστορίας αλλά καταλήγοντας την ανάγνωση του βιβλίου δεν προσπάθησα να συνδέσω βαρύγδουπα το παρελθόν με το σήμερα ή να μπω σε πολιτικές ατραπούς. Πιο πολύ η οικογενειακή σάγκα και μια συμφιλίωση –χίμαιρα είναι αυτά που με συνεπήραν. Είναι οι χαρακτήρες σου υπεράνω φόντου;

Ναι και όχι. Από τη μία, ακριβώς μια τέτοια βαρύγδουπη, απλουστευτική σύνδεση παρελθόντος-παρόντος ήταν που δεν με ενδιέφερε εξαρχής. Το ζητούμενο, με αφορμή κυρίως τον τρόπο που ο Εμφύλιος βρέθηκε την περίοδο της κρίσης και του δημοψηφίσματος να μνημονεύεται, εξαιρετικά συχνά και βίαια, στον δημόσιο διάλογο για την τύχη της χώρας, τα μνημόνια κλπ., ήταν πρώτον να διερευνήσω κάποιους από τους τρόπους που η θέαση του παρόντος μέσα από αυτό το «ιστορικό» πρίσμα, περισσότερα προβλήματα δημιουργούσε παρά έλυνε, και δεύτερον να εξετάσω μια σειρά χαρακτήρων που δίνουν διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το πρόβλημα, αφήνοντας χώρο στους αναγνώστες να δώσουν τελικά τη δική τους απάντηση.

Ταυτόχρονα, ναι, οι χαρακτήρες ήταν κατά κάποιο τρόπο υπεράνω φόντου επειδή θεωρώ πως το ζητούμενο σε αυτού του είδους το μυθιστόρημα δεν είναι η Ιστορία ως «εξωτικό φόντο» για έρωτες και οικογενειακά δράματα όπως πολύ συχνά έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε (ιδίως σε τηλεοπτικές σειρές), αλλά η προσπάθεια να φανταστούμε όσο το δυνατόν τον εαυτό μας στο ιστορικό και ιδεολογικό συγκείμενο κάθε χαρακτήρα, και να αναλογιστούμε τα διλήμματα και τις αγωνίες του απαλλαγμένοι από την ευκολίες μιας εκ των υστέρων γνώσης και της ασφάλειας της ιστορικής απόστασης.

Η ρηξικέλευθη κατ’ εμέ ανάγνωση των δεκεμβριανών στη «σκόνη» είναι ένα κρεσέντο πολυπρισματικής αφήγησης που θα μνημονευτεί. Οπτικές ίνες εξιστόρησης σαν καλώδια λίγο πριν το βραχυκύκλωμα. Πως αποφάσισες αυτού του είδους συγγραφικής κλιμάκωσης; Ποιες ήταν οι επιρροές;

O Άγγλος συγγραφέας J. L. Carr έχει γράψει κάπου πως «Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε παρατεταμένης δραστηριότητας τείνει κανείς να ξεχνά τις αρχικές του προθέσεις». Σε αυτό το σημείο δεν θυμάμαι καν τι μορφή σκεφτόμουν αρχικά ότι θα πάρει η συγκεκριμένη σκηνή, σύντομα όμως συνειδητοποίησα πώς ακριβώς ένα τέτοιο κρεσέντο συγκερασμένων οπτικών γωνιών, πέρα της τεχνικής πρόκλησης που αντιπροσώπευε, θα δραματοποιούσε και ιδανικά μια από τις κύριες θεματικές του μυθιστορήματος: Τον τρόπο που η Ιστορία προκύπτει ως ενιαία αφήγηση διαμορφωμένη/επιβεβλημένη εκ των υστέρων, με την ατομική εμπειρία και μαρτυρία ως πρωτογενές υλικό. Πλέον θεωρώ πως μια μάλλον αναπάντεχη επιρροή σε αυτό ήταν ο Φίλιπ Κ. Ντικ ο οποίος, λόγω της συχνής προχειρότητας της πρόζας του νομίζω, δεν έχει ακόμα αναγνωρισθεί επαρκώς ως κοινωνικός συγγραφέας αξιώσεων, που στις καλές του στιγμές επιτυγχάνει να αναπτύξει παράλληλες πλοκές ενός πλήθους ετερόκλητων χαρακτήρων πριν τις οδηγήσει σε μια κοινή κορύφωση.

Με κοτζάμ διδακτορικό δημιουργικής γραφής και διατριβή που σου πήρε «λίβρες σάρκας» αισθάνεσαι, και με την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά, κάποιο είδος αποθεραπείας ή απλά χτύπησε το καμπανάκι για τον επόμενο γύρο;

Ούτε καν καμπανάκι, κάπου στη μέση του γύρου με βρήκε: Εκτός των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η έκδοση ενός βιβλίου, είμαι και κοντά στο να παραδώσω μια (πολύ εκτενή) μετάφραση, οπότε δουλεύω ασταμάτητα. Ταυτόχρονα ετοιμάζεται η έκδοση του μυθιστορήματος στα σέρβικα το φθινόπωρο, ενώ μέσα σε όλα αυτά προσπαθώ να βρω και χρόνο να δουλέψω το επόμενο μυθιστόρημα, πράγμα που αυτή την περίοδο αποδεικνύεται δύσκολο.

Θα έλεγα πως η σχέση του Αντρέα Ξενίδη με τη Ζωή, δέχεται περισσότερα χτυπήματα και από τα τούμπια της Πατρών –Αθηνών τη δεκαετία του ’90. Σα να την έφαγε το σαράκι του «μπλα μπλα». Μίλα μας γι’ αυτό το δίπολο.

Τι έφταιξε σε αυτή τη σχέση; Ήταν πολύ το «μπλα μπλα», ή τελικά όχι αρκετό; Ή ίσως στραμμένο στα λάθος πράγματα; Αναρωτιέμαι κατά πόσο, όταν τους συναντάμε στα είκοσι ένα τους, διαπράττουν ένα από τα συνηθισμένα λάθη αυτής της ηλικίας: Θεωρούν πως ταιριάζουν απλώς και μόνο επειδή τους αρέσουν τα ίδια πράγματα. Ταυτόχρονα, πρόκειται για δύο παιδιά που, καθένα με τον τρόπο του, έχουν ήδη επιχειρήσει μια πρώτη απόδραση από μια σφαίρα οικογενειακής επιρροής, και λειτουργούν με την ενδεχομένως αφελή πεποίθηση πως αυτό θα αρκέσει ώστε να μην κληθούν ποτέ ξανά να αναμετρηθούν με τις ρίζες τους. Χωρίς να θέλω να πω πολλά για την κατάληξη αυτής της ιστορίας, αναρωτιέμαι κατά πόσο η απάντηση που μοιάζει να έχει δώσει καθένας τους είκοσι χρόνια αργότερα είναι πραγματικά τόσο διαφορετική όσο ίσως μοιάζει αρχικά.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος*

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα