Του Κώστα Σπαρτινού
Δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει κανείς από την ανάγκη να αναφερθεί στο τραγικό συμβάν των Τεμπών και να σχολιάσει διάφορες πτυχές του. Συμβάν που θα συζητιέται και θα μας στοιχειώνει για πολύ καιρό, όσο κι αν κάποιες δυνάμεις θα προσπαθήσουν να ξεχαστεί το γρηγορότερο. Ή να συσκοτίσουν τις αιτίες, κατακερματίζοντας γεγονότα, διαχέοντας τη συζήτηση σε σχετικές και άσχετες συσχετίσεις, στην προσπάθειά τους να λύσουν και αυτό το πρόβλημα επικοινωνιακά. Η αλήθεια όμως είναι ότι, με αφορμή αυτή την τραγωδία, αναδείχθηκαν πάρα πολλές πλευρές της πραγματικότητας που ζούμε, κάποιες μέχρι τώρα αόρατες σε πολλούς.
Δεν σκοπεύω να αναφερθώ στα γεγονότα, στα δεδομένα, στις ενέργειες και στις παραλείψεις (εγκληματικές σε σημαντικό βαθμό) που οδήγησαν στο αιματηρό αποτέλεσμα. Για αυτά θα ψάξουν, θα μιλήσουν και θα γράψουν πολλοί, άλλοι προσπαθώντας να αποκαλύψουν τις αλήθειες και άλλοι για να τις αποκρύψουν. Απαιτείται βέβαια ο πολίτης να είναι σε διαρκή εγρήγορση, όταν τα παρακολουθεί. Πράγμα που απαιτεί διανοητική προσπάθεια και όχι a priori βεβαιότητες.
Τα γεγονότα
Θα αναφερθώ σε κάποια γεγονότα (ίσως δευτερεύοντα για πολλούς) που έχουν καταγραφεί σε όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, χωρίς να αμφισβητηθούν.
Λίγες μέρες πριν το δυστύχημα, στις 20 Φεβρουαρίου, ο τότε αρμόδιος – και νυν παραιτημένος – υπουργός Κ. Καραμανλής, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακριβώς για την ασφάλεια των τρένων, όχι μόνον είχε διαβεβαιώσει ότι αυτή είναι διασφαλισμένη αλλά επιπλέον είχε επιτεθεί στους ερωτώντες βουλευτές λέγοντάς τους ότι πρέπει να ντρέπονται που θέτουν θέματα ασφάλειας του σιδηροδρόμου. Μάθαμε επίσης ότι από τις 2/11/2022 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Έλξης είχε στείλει εξώδικο στο Υπουργείο Υποδομών-Μεταφορών, τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων και τη Hellenic Train, στο οποίο κατέγραφε όλα τα ανησυχητικά δεδομένα που αφορούσαν ακριβώς την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου, των επιβατών και του προσωπικού. Και δεν ήταν η μόνη επισήμανση από την πλευρά του προσωπικού.
Μετά την τραγωδία, όταν σε τηλεοπτική εκπομπή ζητήθηκε από τον ανεκδιήγητο υπουργό Αναπτύξεως και αντιπρόεδρο της ΝΔ Άδ. Γεωργιάδη να σχολιάσει την απάντηση του κ. Καραμανλή, είχε απαντήσει ανενδοίαστα, ανερυθρίαστα και με απύθμενο θράσος και κυνισμό. «Είσαι ο υπουργός Μεταφορών. Μπορείς να πας στη Βουλή και να πεις, ναι έχουν πρόβλημα ασφάλειας τα τρένα; Αν το πεις αυτό, δεν θα μπει αύριο άνθρωπος στα τρένα».
Θα μπορούσε κανείς στο σημείο αυτό να σταματήσει κάθε συζήτηση. Να «κατεβάσει ρολά». Είτε αποσβολωμένος από τον αβυσσαλέο κυνισμό είτε γιατί θα είχε καταλάβει πληρέστατα όλη την ουσία της πολιτικής αντίληψης των κυβερνώντων.
Τα κυβερνητικά στελέχη και οι κομματικοί τους μιμητές δεν έχουν καταλάβει ότι οι επικοινωνιακές τακτικές δεν είναι πάντα και σε κάθε περίπτωση φάρμακο «δια πάσαν νόσον». Είχαν μάθει να επουλώνουν έτσι τις αστοχίες, τις ανεπάρκειες και τις βλαβερές συνέπειες των πολιτικών τους, με αρκετή – πρέπει να ομολογήσουμε -επιτυχία μέχρι τώρα.
Το πολύ το κυρελέησον…
Όμως το πολύ το κυρελέησον το βαριέται όχι μόνο ο ύψιστος αλλά πρώτα από όλα ο λαός. Ιδιαίτερα όταν έχουν προηγηθεί και συσσωρευτεί πολλά γεγονότα στη διάρκεια της τετραετίας που είχαν αρχίσει να αποδομούν σιγά-σιγά την καλογυαλισμένη επιφάνεια του επιτελικού κράτους: αντιμετώπιση πυρκαγιών και χιονιάδων, εγκατάλειψη δημόσιας υγείας εν μέσω πανδημίας, υποκλοπές, Πάτσης και Νικολάου και πολλοί και πολλές ακόμα, καταστολή και αναίτια αστυνομική βία κυρίως κατά των νέων. Η αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων των επικοινωνιακών τακτικών έγινε φανερή με τις αλλαγές που φάνηκαν καθαρά στη δημόσια στάση του ίδιου του πρωθυπουργού. Ξεκίνησε με το ανθρώπινο λάθος και μετά από πέντε μέρες θυμήθηκε τη συγγνώμη. Αναφέρθηκε στην αντικειμενική ευθύνη του παραιτηθέντα υπουργού και τώρα φαίνεται ότι σκέφτεται να τα φορτώσει όλα σε αυτόν για να βγει ο ίδιος από το κάδρο των ευθυνών (πράγμα που δεν φαίνεται και πολύ εύκολο). Και έρχονται και οι αγαπημένες του δημοσκοπήσεις να βάλουν τα δικά τους ερωτηματικά.
Όπως ισχυρίζονται πολλοί από πολλές πλευρές, όχι μόνον της αντιπολίτευσης, η θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη χαρακτηρίζεται πλέον από δύο πολύ διαφορετικές περιόδους: την πριν και την μετά τα Τέμπη εποχή. Δεν το εννοώ καταρχήν με όρους κομματικών συσχετισμών, παρόλο που και αυτοί φαίνεται να αλλάζουν. Μιλάω κυρίως με όρους κίνησης της κοινωνίας. Οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και οι μεγάλες πρωτοφανείς για τα τελευταία χρόνια διαδηλώσεις, με ιδιαίτερα σημαντική και ορμητική την παρουσία μιας ακηδεμόνευτης κομματικά νεολαίας, δημιουργούν καινούργιο πλαίσιο. Και παράγουν καινούργια πολιτικά δεδομένα. Τα Τέμπη, με όλη την τραγικότητα αλλά και την αποκαλυπτικότητά τους, μπορεί να αποδειχθεί ότι αποτελούν ένα «συμβάν» με την έννοια που δίνει σε αυτό ο Γάλλος φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού.
Η επικοινωνία ως αυταξία είναι πλέον ανεπαρκής, μίζερη και σκουριασμένη. Υπάρχει και η πολιτική, ανόητε!
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νεολόγος