ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ
Είπαμε αρκετά για το Μαρκάτο, αλλά δεν πρέπει να αγνοήσουμε και την διπλανή γειτονιά, το Βλατερό με τα όμορφα περιποιημένα σπίτια και τις μυρουδιές από τα μαγέρικα.
Το σπίτι της θείτσας μου ήταν γωνία Κολοκοτρώνη και Υψηλάντου, απέναντι από το μανάβικο του Μηνά, που πούλαγε και κάρβουνα. Το σπίτι είχε έναν μακρόστενο διάδρομο, που στα αριστερά του είχε ένα έπιπλο με καθρέφτη, με δύο ντουλαπάκια δεξιά και αριστερά και στη μέση ένα συρτάρι. Στο συρτάρι υπήρχαν δύο μεταλλικά κουτιά CAMEL με βερνίκι καφέ και μαύρο, ένα μικρό βουρτσάκι για το άλειμμα του βερνικιού και μία βούρτσα μαζί με ένα πανάκι χνουδωτό για το γυάλισμα. Το πάνω μέρος ήταν επενδυμένο με λευκό μάρμαρο και πάνω σε αυτό ήταν ένα κρυστάλλινο σκαλιστό δοχείο, γεμάτο με κολόνια φουζέρ. Το δοχείο κατέληγε σε ένα στρογγυλό χρυσαφί πον-πον με φούντα, που κάλυπτε το φυσερό. Η θείτσα προμηθευόταν την κολόνια (φουζέρ ή γιασεμί) από το κατάστημα Καλλυντικά-Αρώματα-Ψιλικά του Γεωργίου Ηλιόπουλου, στην Κολοκοτρώνη 24, επί της πλατείας Όλγας. Το μαγαζί λειτουργούσε στο ίδιο σημείο από τις αρχές του 20ού αιώνα και είχε τα πάντα για τον γυναικείο καλλωπισμό και όχι μόνο. Οι κολόνιες ήταν σε μεγάλες φιάλες με βρυσάκι και, εκτός από φουζέρ και γιασεμί, είχε επίσης αρπέζ, κρεπ ντε σιν, σουάρ ντε παρί και λεβάντα. Η θείτσα, εκτός από τις κολόνιες, αγόραζε και πούδρα Ζακύνθου Μπισμπάρδη, που την είχε πάντα πάνω σε ένα κομό στην κρεβατοκάμαρα.
Στον διάδρομο, δέσποζε ένα φυτό εσωτερικού χώρου με μεγάλα φύλλα και με την ονομασία «πόθος», που είχε σκαρφαλώσει στο έπιπλο και χάιδευε το ταβάνι.
Δεξιά ήταν το γωνιακό δωμάτιο-κρεβατοκάμαρα με δύο μεταλλικά κρεβάτια με νικελένια στριφτά κεφαλάρια και δύο κομοδίνα. Επίσης στο δωμάτιο αυτό υπήρχε και μια σιφονιέρα με δύο στρογγυλούς καθρέφτες, μπρούντζινα χερούλια στα συρτάρια και λευκό μάρμαρο στο πάνω μέρος. Το ένα κρεβάτι που ήταν προς τον τοίχο στολιζόταν από μία πάντα με έναν Σουλτάνο που κάπνιζε ναργιλέ και χάζευε τις χανούμισες που χόρευαν μπροστά του. Στο μέσα δεξιά δωμάτιο ήταν το σαλόνι, που άνοιγε μία φορά τον χρόνο, στη γιορτή του Αγίου Γερασίμου. Πάνω στο τραπέζι με τα πόδια λέοντος, ήταν πάντα στρωμένη μια μπορντό χοντρή μεσάλα με κρόσσια και φούντες και στη μέση μια κρυστάλλινη φοντανιέρα, που η θείτσα είχε αγοράσει από τον Μητρόπουλο στην Ερμού. Πάνω από τον καναπέ, κρεμασμένη σε κορνίζα, δέσποζε η φωτογραφία του μπάρμπα με τη στολή του λοχαγού με τα τρία αστέρια. Οι κουρτίνες ήταν βελούδινες, χρώματος μπορντό, πιασμένες με χοντρό κορδόνι. Σε μια γωνία, πάνω σε ένα έπιπλο, ήταν ο γιούκος, στρώσεις με κουβέρτες και παπλώματα, καλυμμένος με ένα λευκό σεντόνι. Ο διάδρομος έστριβε αριστερά και έβγαινε στην κουζίνα, από την οποία άνοιγε μια πόρτα προς μια σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην αυλή.
Εξέχουσα θέση στο σπίτι αυτό είχε το προπολεμικό ραδιόφωνο της θείτσας. Ο μπάρμπας σε σταθερή ώρα κάθε βράδυ άκουγε τις ειδήσεις, κι εγώ το πρωί άκουγα την εκπομπή «Καλημέρα παιδάκια» με τη Θεία Λένα. Τα ακούγαμε όμως από ένα άλλο μικρό ραδιόφωνο, γιατί από το καλό προπολεμικό ραδιόφωνο δεν μπορούσες να ακούσεις και πολλά πράγματα.
Η Κατοχή είχε αφήσει πολλά κατάλοιπα. Ένα από αυτά ήταν ο φόβος. Έτσι, η θείτσα αρνιόταν πεισματικά να αποσφραγίσει το ραδιόφωνο, που είχαν σφραγίσει επί Κατοχής οι Γερμανοί. Το 1943 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο πρώτος «Ραδιοφωνικός Κανονισμός». Και στις 14 Οκτωβρίου 1943, δημοσιεύθηκε η διαταγή των Γερμανών για το σφράγισμα των ραδιοφώνων, ώστε να πιάνουν μόνο τον σταθμό των Αθηνών. Σφραγίσθηκαν περίπου 43.000 ραδιόφωνα, μεταξύ αυτών και της θείτσας. Έμεινε έτσι σφραγισμένο και έχω τηρήσει την επιθυμία της μέχρι και σήμερα, που το κρατώ ως ενθύμιο.
Η γειτονιά της θείτσας ήταν ζωντανή και θορυβώδης. Από το παράθυρο που έβλεπε στην Υψηλάντου φαινόταν όλη η κίνηση στον δρόμο. Τα πρωινά περνούσαν διάφοροι πλανόδιοι επαγγελματίες με τα εργαλεία και την πραμάτεια τους στον ώμο. Αχθοφόροι και καροτσέρηδες ήταν συνεχώς στον δρόμο, καθώς το Μαρκάτο ήταν σε απόσταση δύο τετραγώνων από το σπίτι. Ο ακονιστής, που κουβάλαγε στην πλάτη του το ακόνι, περνούσε σχεδόν κάθε βδομάδα. Το ακόνι ήταν ένας τροχός από σκληρή και λεία πέτρα, που στηριζόταν πάνω σε μία ξύλινη βάση. Υπήρχε πάνω στο ακόνι και ένα πεντάλ, το οποίο, με τη δύναμη που ασκούσε στο πόδι του ο ακονιστής, έβαζε σε περιστροφική κίνηση τον τροχό. Πάνω στον τροχό ακόνιζε μαχαίρια και ψαλίδια και, καθώς γύριζε ο τροχός, γέμιζε ο δρόμος σπίθες, που δημιουργούσαν ένα ωραίο θέαμα.
Απέναντι, σε μια παλιά είσοδο σπιτιού, έβαζε για φύλαξη το κάρο του ο μπαρμπα-Τάκης, με εμπόρευμα πρόκες, τακούνια, σπάγγους και διάφορα άλλα υλικά για τσαγκάρηδες. Τα πρωινά αγγάρευε πιτσιρικάδες για να σπρώξουν το κάρο μέχρι τη γωνία, στο ουζερί του Λαγκαδινού, που ήταν το στέκι του, με το ανάλογο χαρτζιλίκι.
Ο γανωτής (ή γανωματής) ερχόταν από τα Ταμπάχανα. Είχε μαζί με τα εργαλεία του κι ένα μεγάλο σακί, που έβαζε μέσα τα σκεύη για γάνωμα, τα οποία επέστρεφε μετά από δυο τρεις ημέρες. Αυτό αποτελούσε συχνά αιτία προστριβών, γιατί στην επιστροφή έφερνε συχνά άλλα αντ’ άλλων.
Ο βαρικινάς πέρναγε μέρα παρά μέρα με το κάρο του, φορτωμένο τις μπουκάλες με τη βαρικίνα, και τη στεντόρεια φωνή του «βαρικίναααααααααααααα… ο βαρικινάς!».
Ο πιο συμπαθητικός από όλους, όμως, ήταν ο πατσατζής με το κάρο του, που φώναζε «πατσεεεεεεεεεεεεές… και ποδαράκια!». Με φαρδιά παντελόνια, ποδιά και τραγιάσκα, είχε κάπως αλλόκοτο σουλούπι. Είχε όμως συμπαθητική φάτσα, καθότι κοκκινομάγουλος, με μικρά στρογγυλά μάτια και αραιά φρύδια. Κάποιες λίγες φορές είχε περάσει κι ένας εμποράκος, που κουβάλαγε όλο το εμπόρευμα στον ώμο, μερικά λιγοστά υφάσματα, και στο άλλο χέρι είχε ένα καλάθι με υλικά μοδιστρικής. Είχε και παραμάνες, που ήταν περιζήτητες, γιατί αν έσπαγε ή χανόταν κουμπί οι παραμάνες έλυναν προσωρινά το πρόβλημα, κάποιες φορές και μόνιμα.