ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ
«Το μερτικό μου απ΄την χαρά μου το ΄χουν πάρει άλλοι, γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη…». Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου που ντύθηκαν με έναν υπέροχο ζεϊμπέκικο ρυθμό του Μάνου Λοϊζου, δεν θα ήταν δυνατόν να ερμηνευτούν από κάποιον άλλο τραγουδιστή, εκτός του Στέλιου Καζαντζίδη. Και αυτό διότι εμπεριέχουν το αίσθημα αδικίας, την θλίψη και το παράπονο, χαρακτηριστικά με τα οποία πορεύτηκε ο Καζαντζίδης σε όλη του την ζωή. Δεν υποκρινόταν, ήταν αυθεντικά ένας λαϊκός άνθρωπος, χωρίς πολλές απαιτήσεις και για τον λόγο αυτό τα τραγούδια του αποκτούσαν στον λαό ιδιαίτερη σημασία. Εξ άλλου οι περισσότεροι στίχοι ήταν γραμμένοι στα μέτρα του.
Σκέφτηκα να αναφερθώ σε αυτόν, στο σημερινό μου κείμενο καθώς διαβάζω πως στην εξαιρετική ταινία με τίτλο «Υπάρχω», παρατηρείται μεγάλη προσέλευση νέων ανθρώπων και αυτό, πράγματι, είναι εντυπωσιακό.
Η σχέση μου με τα τραγούδια του Καζαντζίδη ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια στην Πάτρα, καθώς το σπίτι μας στην Γούναρη ήταν στον πάνω όροφο που στο ισόγειο ήταν μια μπυραρία-ουζερί με ένα μεγάλο ραδιο-πικάπ που από τις 7.00 έως τις 10.00 κάθε βράδυ ήταν στο διαπασών. Στον τοίχο του μαγαζιού υπήρχαν αφίσες με τα ζευγάρια-φίρμες της εποχής όπως Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου, Καραμπεσίνης και Πολύ Πάνου, Πάνος Γαβαλάς και Ρία Κούρτη και βέβαια του Καζαντζίδη με την Μαρινέλλα.
Κάθε βράδυ και πριν πάω για ύπνο θα άκουγα άπειρες φορές το τραγούδι – ύμνος του Καζαντζίδη με τίτλο «Είσαι η ζωή μου η αναπνοή μου…». Οι αντροπαρέες που έπιναν τα ουζάκια του στο πεζοδρόμιο είχαν νταλκάδες και κατέβαζαν τα καραφάκια όταν άρχιζε με το «Δεν αγάπησα γυναίκα δεν λαχτάρησα κορμί…»
Στα μέσα του 1964 βρεθήκαμε σε μια όμορφη κεντρική συνοικία της Αθήνας, το Κουκάκι όπου και πάλι με ακολούθησε ο Καζαντζίδης. Έτσι στην γειτονιά μας υπήρχε μία ταβέρνα που την άνοιξη και τα καλοκαίρια έβγαζε τα τραπεζάκια στην αυλή στρωμένη με χαλικάκια και στολισμένη με ντενεκέδες που ξεφύτρωναν καμέλιες και ορντασίες. Γύρω η ασβεστωμένη μάντρα φορτωμένη με γιασεμιά και αγιόκλημα αγκάλιαζε τα τραπεζάκια με τα καρό τραπεζομάντηλα.
Κι ανάμεσα τους κάθε βράδυ ζωντάνευε το «τζουκ-μποξ» που χάριζε απλόχερα το παράπονο και τα …αχ του Καζαντζίδη, που έφευγαν από την αυλή και τρύπωναν στα ανοικτά παράθυρα και μπαλκόνια, χάιδευαν τους τοίχους, μάζευαν δάκρυα, πόνο κι ελπίδα και έβρισκαν τα μισοάδεια μπακιρένια κατρούτσα όταν ξαναγύριζαν ανακουφισμένα στα τραπεζάκια της μάντρας…
«Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη
Παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά
Πάει κι απόψε τ’όμορφο
τ’όμορφο τ’απόβραδο
από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι
Αχ να ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο…»
Αναφέρει σε άρθρο του ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος
«Γεννήθηκε με το παράπονο. Ούτε η επιτυχία και τα χρήματα που ήρθαν ούτε η λατρεία των θαυμαστών του κατόρθωσαν να τον παρηγορήσουν.
Τις δεκαετίες ‘50-’60 οι Έλληνες ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες· η οικονομική εξαθλίωση, η αναγκαστική μετανάστευση, η αδικία, τα βάσανα και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί είχαν κάνει τη ζωή τους απελπισία.
Η άρχουσα τάξη της χώρας προσέβλεπε στη Δύση και περιφρονούσε έως εξοστρακισμού κάθε στοιχείο λαϊκής έκφρασης που δεν είχε το δυτικό του αντίστοιχο. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε σβήσει μέσα στις περιθωριακές ομάδες που εκπροσωπούσε, και στο κρατικό ραδιόφωνο και στα κοσμικά κέντρα της εποχής έπαιζαν δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια, μάμπο, τσατσά και ρούμπες.
Τότε ακούστηκε ο Στέλιος.
Μια κρυστάλλινη, αρρενωπή φωνή με κύρος πέρναγε πάνω από τις στέγες των φτωχόσπιτων και συναντούσε τους ανθρώπους στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις αυλές των σπιτιών· έμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες στα δωμάτια που έμεναν ολόκληρες οικογένειες και τους έκανε να σωπάσουν συλλογισμένοι. Ήταν μια φωνή που τραγουδούσε τα δικά τους βάσανα, τα ανύψωνε σε δραματικές σφαίρες, και σε ορισμένες περιπτώσεις τούς προσέδιδε διαστάσεις έπους.
Τα τραγούδια του Στέλιου είναι ένα μεγάλης ακρίβειας ρεπορτάζ των παθών και των αισθημάτων του ελληνικού λαού. Πήρε πάνω του όλο το ψυχικό φορτίο για τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τον ξεριζωμό και το χαμένο όνειρο. Αλλά δεν έγινε απλώς ένας χαρισματικός διαμεσολαβητής μεταξύ κάποιου συνθέτη και των ακροατών στα μαύρα χρόνια.
Ήταν ο ίδιος απαρηγόρητος…..»
Και η φωνή του συνέχιζε να ταξιδεύει πάνω στα κεραμίδια και στις νοτισμένες αυλές.
«Άντρες σχολάν απ’ τη δουλειά
και τον βαρύ καημό τους
Να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό
Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
Τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταρίο».
Αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
«Έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό το μαγικό τραγούδι, που αγκαλιάζει ολόκληρη την Ελλάδα, με τους χυμούς της, τους αγώνες της, τις γειτονιές της, να το τραγουδάει κάποιος άλλος εκτός από τον Καζαντζίδη……..»
Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό το τραγούδι με γυρίζει πίσω πολύ και μου ‘ρχονται όμορφες εικόνες από τους στενούς ανηφορικούς δρόμους του Κουκακίου, που ξεκίναγαν από την Λεωφόρο Συγγρού και κατέληγαν στον λόφο του Φιλοπάππου.
Πιο πολύ όμως με φέρνει στον προσφυγικό συνοικισμό Δρουγούτι, που ήταν απέναντι από το Κουκάκι, στον Νέο Κόσμο, μια παραγκούπολη στην κυριολεξία, που πολλές φορές την είχα επισκεφθεί, καθώς είχα συμμαθητές στο Δημοτικό, που έμεναν εκεί. Ήταν εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο «Intercontinental”.
Ήμουν οκτώ χρονών, όταν πρωτοάκουσα τα λόγια του έξοχου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη από τον δίσκο Πολιτεία Α, του Μίκη Θεοδωράκη. Στον δίσκο αυτό εκτός από το Σαββατόβραδο, άλλα τραγούδια με λόγια του Λειβαδίτη, ήταν τα «Μάνα μου και Παναγιά», «Δραπετσώνα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Έχω μια αγάπη». Υπέροχα τραγούδια που μας συντρόφεψαν τα κατοπινά χρόνια και τα σιγοτραγουδούσαμε, ως φοιτητές στα ταβερνάκια του Βύρωνα και των Πετραλώνων.
Τέλος εγώ δηλώνω πως είμαι Καζαντζιδικός και όταν μου δίνεται η ευκαιρία σηκώνομαι και χορεύω «Το μερτικό μου απ’ την χαρά μου το ‘χουν πάρει άλλοι…», αυτό το τραγούδι με εκφράζει και με απελευθερώνει.