Θανάσης Κούστας: Αφιερωμένο στη 77Β ΕΣΣΟ

07.01.2022 / 13:26
All-focus

Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979 στο 523 Τάγμα Εθνοφυλακής, που βρίσκεται σε ένα βουνό της Μυτιλήνης, πάνω στο δρόμο για την Μόλυβο. Καθαρός ουρανός, παγωνιά, στο βάθος ασάλευτος ο κόλπος της Καλλονής και όλοι κοιμούνται εκτός από τους σκοπούς και του θαλαμοφύλακες.

Είναι η δεύτερη χρονιά που βρίσκομαι παραμονή Πρωτοχρονιάς στο στρατόπεδο. Εικοσιοκτώ μήνες για την θητεία είναι πολλοί και ακόμη αργεί η απόλυση. Είναι καιρός τώρα που έχουμε φύγει από τα αντίσκηνα και έχουμε μπει σε θαλάμους σε υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης.

Είμαι μαζί με τον Μίλτο στο toll του εφοδιασμού, έχουμε πυρώσει την ξυλόσομπα και πάνω της σε ένα ταψάκι ζεσταίνουμε μια κονσέρβα κορν-μπιφ που θα συνοδεύσει το κρασί που αγοράσαμε από το ταβερνάκι της Αγία Παρασκευής. Ο Μίλτος είναι από την Καισαριανή και είναι καλλιτέχνης. Σπουδαστής στη σχολή του Κουν και εξαιρετικός μπουζουκτσής αλλά και λάτρης των τραγουδιών του Λευτέρη Παπαδόπουλου.. Σιγοτραγουδήσαμε πολλά αγαπημένα τραγούδια του εκείνο το βράδυ, όμως ο Μίλτος ξεχώριζε ένα…

«Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ’ αυτό τον μαύρο τον ουρανό Αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις».

Πολλές φορές είπαμε το …Αχ χελιδόνι μου… ένα Αχ, που έβγαινε με βαθύ αναστεναγμό και πίκρα στα χείλη.

Έχουμε κάνει εικοσιένα μήνες και θέλουμε άλλους εφτά, ξεχασμένοι σε ένα ξεροβούνι, τον Πετσοφά, με αραιά πεύκα και σκίντα.

Το κρασί τέλειωνε, κόντευε να ξημερώσει κι ο Μίλτος συνέχιζε…

«Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη δεν βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς  

Μόνο ο ντελάλης της αγοράς σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει

Άχου καρδούλα μου…».

Λάτρης του Λευτέρη Παπαδόπουλου

Εκείνη τη νύχτα έγινα λάτρης κι εγώ του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ένας από τους πολλούς, σίγουρα χιλιάδες θαυμαστές του, που έχουν τραγουδήσει, ερωτευτεί, χαρεί, συγκινηθεί, ονειροπολήσει αλλά και έχουν χορέψει με τα τραγούδια του.

Έχω διαβάσει – απολαύσει δύο και τρείς φορές τα βιβλία του. Έχω ξεχωρίσει, όμως ένα που έχει τίτλο «Δώδεκα πόντους και μισό» και είχε εκδοθεί το 2009, με θέματα τα χρονογραφήματα με τίτλο «Ματιές» που έγραφε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».

Ένα θέμα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αυτό, με τίτλο «η πιο ωραία περιοχή του κόσμου» και αναφέρεται στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, με άγγιξε τόσο πολύ που ένοιωσα έντονα την επιθυμία να αναφερθώ σε αυτό. Με έφερνε πίσω που ως μαθητής στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου αλλά και ως φοιτητής, με την παρέα μου, η βόλτα μας-ειδικά τους ανοιξιάτικούς μήνες- ήταν Διονυσίου Αεροπαγίτου, Πνύκα, Ρωμαϊκή Αγορά, Αδριάνειος βιβλιοθήκη, Μοναστηράκι, Αδριανού – Πλάκα, στάση για πίτα – γύρο στη γωνία Αδριανού-Κυδαθηναίων και επιστροφή στο σπίτι μας μέσω Βύρωνος – Μακρυγιάννη.

Εκείνο το κρύο βράδυ τα έφερα όλα στην σκέψη μου, χόρευαν αυτές οι όμορφες εικόνες μπροστά μου καθώς ένοιωθα πως βάδιζα στα μέρη που αγάπησα…

Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, η βόλτα ξεκίναγε αργότερα, αφού είχαμε απολαύσει το πρόγραμμα «ήχος και φως» με φόντο την Ακρόπολη. Δηλαδή κάναμε κι εμείς τότε, την βόλτα μας στην πιο ωραία περιοχή του κόσμου… μια βόλτα που πολλοί στον κόσμο θα επιθυμούσαν να έχουν την δυνατότητα να κάνουν.

Οι εικόνες αυτές πέρασαν από μπροστά μου με ταχύτητα, βάρυναν το βλέμμα, έδωσαν νόημα στα …αχ, ίσως έφταιγε η μέρα που ξημέρωνε, μπορεί και το κρασί, τρέχανε οι χαμένοι μήνες και οι μέρες… αμέτρητες μέρες σε αντίσκηνα, σε παγωμένους θαλάμους, μέσα στο υπόστεγο του εφοδιασμού, ανέβαιναν στα βαρέλια, τρύπαγαν τα κιβώτια και τα σακιά.

Χαραγμένη στην μνήμη για πάντα

Θανάσης Κούστας: Αφιερωμένο στη 77Β ΕΣΣΟ 2

Έχουν περάσει πολλές παραμονές Πρωτοχρονιάς, όμως αυτή που έμπαινε το 1979, θα μου μείνει χαραγμένη στην μνήμη για πάντα. Καθώς ξημέρωνε και από το στενό παράθυρο του υπόστεγου, φαινόταν πέρα από τον κόλπο της Καλλονής μια… παγωμένη κίτρινη γάζα να ζωγραφίζει τον ορίζοντα, ο Μίλτος χάίδεψε τις χορδές του μπουζουκιού και μου ‘πε «σήκω ρε φίλε να χορέψεις».

Ο Μίλτος άρχισε να σιγοψιθυρίζει, με φωνή σβηστή:

«Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα

στην μικρή την πλατεϊτσα που σε γνώρισα

κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε

και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε…»

Η σόμπα κόντευε να σβήσει, οι λαμαρίνες είχαν παγώσει, σηκώθηκα, μου πέρασαν ξάφνου από μπροστά μου όσα ωραία άφησα πίσω, όσα μου στέρησαν κοντά δύο χρόνια, όσα με περίμεναν και γονάτισα. Είχε δίκιο ο Τσιτσάνης, ο ζεϊμπέκικος είναι χορός μοναχικός και ήμουνα μόνος εκείνο το ξημέρωμα, εντελώς μόνος…….

«…κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα  Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε  μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε…».

Σε είκοσι ημέρες ο Μίλτος πήρε μετάθεση για το ΚΕΒΟΠ, από τότε δεν ξαναβρεθήκαμε…. Εκείνο όμως το άγαλμα με ακολούθησε άλλους εφτά μήνες.

Το 1979 ήταν ή τελευταία χρονιά που θα βρισκόμουν μακριά από την πόλη και τους ανθρώπους που αγαπώ κι έχω μέσα στην καρδιά μου. Κι έτσι το Ιούλιο, άφησα πίσω μου εικοσιοκτώ μήνες, έβγαλα εισιτήριο με το «Αρίων», το πλοίο της γραμμής, και με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ έφθασα στην Πάτρα, αφήνοντας πίσω μου τέτοιες αληθινές, πικρές ιστορίες….

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Νεολόγος” των Πατρών

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα