ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο Ιερός Ναός Παντανάσσης Πατρών είναι αφιερωμένος στην Παναγία ως βασίλισσα των πάντων και αρχόντισσα του σύμπαντος («Παντάνασσα»). Φιλοξενεί θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Παντάνασσας και πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου, εορτή της Γέννησης της Υπεραγίας Θεοτόκου, οπότε η εικόνα τίθεται σε προσκύνημα. Ὁ περίλαμπρος Ναός της Παντανάσσης, τό ιστορικό αυτό μνημείο, πληγώθηκε ἂσχημα ἀπό τον σεισμό της 8ης Ἰουνίου 2008. Τελικώς παρεδόθη στήν θεία Λατρεία με λαμπρά θυρανοίξια, την 21ην Νοεμβρίου 2015, πρός δόξαν Θεού καί σωτηρίαν ψυχών, υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Χρυσοστόμου.
Το ίδιο έτος ἡ Ενορία Παντανάσσης απέκτησε το νέο πνευματικό της κέντρο, που στεγάζονται όλες οι μετά την Θεία Λειτουργία δραστηριότητες.
Κάποιες δεκαετίες πριν
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1933 ο «Ν» με τον χρονογράφο του Μαξ, αναδεικνύει το θέμα του εορτασμού και τις αλλαγές μέσα στο χρόνο. Ο τίτλος σαφής και απλός : Παληά Έθιμα. «Οι παληότεροι θα θυμούνται ασφαλώς τι γινόταν σαν απόψε έξω από το ναό της Παντανάσσης. Άναμμα μεγάλης φωτιάς η οποία ετροφοδοτείτο με μάντρες περιβολιών, με σκαμνιά και πάγκους από ταβέρνες και με κάθε είδους εύφλεκτον υλικόν, το οποίον εν θριάμβω εκόμιζαν κάθε τόσο οι επιτελούντες την μορταρίαν της ενορίας για να διατηρήσουν τη φωτιά όλη τη νύχτα. Ήταν μια φορολογία εις την οποίαν υπεβάλλοντο τόσοι και τόσοι φουκαράδες, η οποία εδημιουργούσε πολλές φορές συμπλοκές μεταξύ μόρτηδων και αστυφυλάκων. Οι πρώτοι επέμεναν για το έθιμο και οι δεύτεροι προσπαθούσαν να σώσουν μερικά καθίσματα και παραθυρόφυλλα τα οποία εβουτούσαν οι εθιμόπληκτοι για να κάνουν το γούστο τους. Αι λοιπόν πρέπει να πιστευθή πλέον πως οι νοικοκυραίοι αν δεν απεδοκίμαζαν φανερά αυτή την αρπαγή την ανεχόσαντε. Ήσαν όλοι σκλάβοι του εθίμου και τους άρεσε να βλέπουν το δυτικό μέρος του ναού φωτιζόμενο από τις τεράστιες φλόγες.»
Εθιμικές συγκρούσεις
«Το έθιμο για τους Ρωμιούς αποτέλεσε πάντα και αποτελεί έναν άγραφο νόμο. Και ενώ τους άλλους νόμους θα τους έγραφαν αν μπορούσαν στα παλιά τους τα παπούτσια, αυτόν περιέργως τον σέβονται και εννοούν να τον τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια. Με τη βία δεν κόβεται ποτέ ένα έθιμο. Η μεταπολεμική εποχή δημιούργησε άλλες αντιλήψεις, εξαφάνισε την μορταρία της οπόιας παρηλλαγμένα βλέπουμε κάπου –κάπου αντίτυπα. Ήρθαν τα ανάποδα χρόνια και το χρώμα της φωτιάς που έπαψε να ανάβεται πλέον έξω από τους ναούς που γιόρταζαν έγινε σύμβολο γι άλλους σκοπούς. Οι θρησκευτικές εκδηλώσεις περιορίστηκαν με κάποια ατονία σε μερικούς θρησκόληπτους που τρωγόντουσαν μεταξύ τους και δεν παραδέχεται ποτέ ο ένας ότι υποστηρίζει ο άλλος σαν να ακολουθούν διαφορετική εντελώς ο καθένας θρησκεία.»
Πανηγυρίζοντας
«Το πανηγύρι δεν είνε λέξη κενή χωρίς σημασία. Πανηγυρίζω θα πη χαίρομαι, εκδηλώνω με κάθε τρόπο την αγαλλίαση της ψυχής μου και αφήνω για λίγες ώρες μακριά τη σκέψη που βασανίζει το νου και τον αρρωσταίνει. Σήμερα είμαστε σαν αφιονισμενοι. Οι καμπάνες των ναών που γιορτάζουν δεν μιλούν στη ψυχή μας και όλες οι απόπειρες που γίνονται σχετικώς αποβαίνουν μάταιες. Νοσταλγούμε την παληά εποχή, δεν ξέρουμε ούτε τι ζητάμε, ούτε τι θέλουμε, ούτε τι ποθούμε. Τραβάμε διαρκώς σα να μας οδηγή κάποια δύναμις αόρατη, όπως τα αρνιά το κεσέμι, χωρίς αντίληψη και χωρίς θέληση. Αν αυτή η δύναμις μας σπρώξει στη θάλασσα πέφτουμε μέσα και πνιγόμαστε χωρίς να το καταλάβουμε. Στα παληά έθιμα δίναμε κάτι από τον ατομισμό μας. Δεν σημαίνει τίποτε ο τρόπος που εκάναμε τις εκδηλώσεις μας. Αρκεί που δεν είχαν κανένα δόλο κι έμοιαζαν με χαρούμενα ξεσπάσματα παιδικών ψυχών».
Επίλογος
«Πόσοι δεν θα θυμηθούν σήμερα το ανεβασμά τους στα ψηλά καμπαναριά της «Χρυσοπεντάνουσσας» και πόσοι δεν θα δουν σαν σε όραμα την πελώρια φωτιά που έκαιε άλλοτε τα χλωρά μαζί με τα ξερά έξω από το ναό στην ολονυχτία του οποίου έσπευδαν με ενθουσιασμό, με θέλησι, και όχι τυπικά και βαριεστημένα όπως πιθανών να πάνε σήμερα».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος*