ΜΟΣΧΟΒΟΛΟΥΝ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ…
Όμορφες εικόνες από τους στενούς ανηφορικούς δρόμους του Κουκακίου μιας άλλης εποχής
Κάθε που μπαίνει Μάης, θα ‘θέλα πάλι να βρεθώ στην παλιά μου γειτονιά, το Κουκάκι, όπως τότε που οι εικόνες άλλαζαν συνεχώς παραστάσεις κι εγώ δεκάχρονος βρισκόμουν ανάμεσα σε μια Αθήνα που παλαντζάρισε μεταξύ της παλιάς που έδιωχνε ενοχές, εφιάλτες και ανασφάλεια και της νέας που γέμιζε πολυκατοικίες και συγκέντρωνε εσωτερικούς εμιγκρέδες που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Στην επαρχία, από την μια οι παλιές έχθρες και από την άλλη, ο μικρός κλήρος έδιωχναν τους οικογενειάρχες με μοναδικό προορισμό την πρωτεύουσα.
Στους πρόποδες του λόφου του Φιλοπάππου, το Κουκάκι απλωνόταν ανάμεσα σε κατηφορικούς δρόμους, αρκετοί των οποίων ήταν ακόμη χωμάτινοι και στέγαζαν μεγαλοαστικές οικογένειες καθώς πλειοψηφούσαν οι γιατροί και οι στρατιωτικοί. Οι οικογένειες αυτές υποδέχθηκαν και υποστήριξαν τους νεοφερμένους που έφθαναν για να εργασθούν και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Στη μάντρα της γειτονιάς μας
Η μοναδική τους ψυχαγωγία τα ταβερνάκια κι όταν ζέσταινε ο καιρός οι μάντρες…..
Ήταν και μια μάντρα με ασβεστωμένους τοίχους που είχε στην μέση δύο μουριές, γύρω φρεσκοβαμμένοι γκαζοντενεκέδες με βασιλικό και γεράνια, στα πάτωμα χαλικάκι ψιλό και λιγοστά τραπέζια με κολλαριστά τραπεζομάντηλα και ψάθινες καρέκλες.
Γέμιζε τα ανοιξιάτικα Σαββατόβραδα από τους εργένηδες και τους «εμιγκρέδες» της γειτονιάς και η Μαρκοπουλιώτικη ρετσίνα παρέα με το τζουκ μποξ, μαλάκωνε τις καρδιές και γλύκαινε τις πίκρες…
Στη μάντρα της γειτονιάς μας, στην γωνία Ζαχαρίτσα και Τούσα Μπότσαρη, σκαρφάλωνε κάθε άνοιξη το αγιόκλημα και το γιασεμί κι ανάμεσά τους κάθε βράδυ ζωντάνευε το τζουκ -μποξ που χάριζε απλόχερα το παράπονο και τα… αχ του Καζαντζίδη, που έφευγαν από την αυλή και τρύπωναν στα ανοικτά παράθυρα και μπαλκόνια, χάϊδευαν τους τοίχους, μάζευαν δάκρυα, πόνο κι ελπίδα και έβρισκαν τα μισοάδεια μπακιρένια κατρούτσα όταν ξαναγύριζαν ανακουφισμένα στα τραπεζάκια της μάντρας…
«Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη
Παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά… …
Πάει κι απόψε τ’όμορφο
τ’όμορφο τ’απόβραδο
από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι…
…Αχ να ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο……»
Τότε ακούστηκε ο Στέλιος
Αναφέρει σε άρθρο του ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος:
«Γεννήθηκε με το παράπονο. Ούτε η επιτυχία και τα χρήματα που ήρθαν ούτε η λατρεία των θαυμαστών του κατόρθωσαν να τον παρηγορήσουν.
Τις δεκαετίες ’50-’60 οι Έλληνες ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες. Η οικονομική εξαθλίωση, η αναγκαστική μετανάστευση, η αδικία, τα βάσανα και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί είχαν κάνει τη ζωή τους απελπισία. Η άρχουσα τάξη της χώρας προσέβλεπε στη Δύση και περιφρονούσε έως εξοστρακισμού κάθε στοιχείο λαϊκής έκφρασης που δεν είχε το δυτικό του αντίστοιχο. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε σβήσει μέσα στις περιθωριακές ομάδες που εκπροσωπούσε, και στο κρατικό ραδιόφωνο και στα κοσμικά κέντρα της εποχής έπαιζαν δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια, μάμπο, τσατσά και ρούμπες. Τότε ακούστηκε ο Στέλιος. Μια κρυστάλλινη, αρρενωπή φωνή με κύρος πέρναγε πάνω από τις στέγες των φτωχόσπιτων και συναντούσε τους ανθρώπους στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις αυλές των σπιτιών, έμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες στα δωμάτια που έμεναν ολόκληρες οικογένειες και τους έκανε να σωπάσουν συλλογισμένοι. Ήταν μια φωνή που τραγουδούσε τα δικά τους βάσανα, τα ανύψωνε σε δραματικές σφαίρες, και σε ορισμένες περιπτώσεις τούς προσέδιδε διαστάσεις έπους. Τα τραγούδια του Στέλιου είναι ένα μεγάλης ακρίβειας ρεπορτάζ των παθών και των αισθημάτων του ελληνικού λαού. Πήρε πάνω του όλο το ψυχικό φορτίο για τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τον ξεριζωμό και το χαμένο όνειρο. Αλλά δεν έγινε απλώς ένας χαρισματικός διαμεσολαβητής μεταξύ κάποιου συνθέτη και των ακροατών στα μαύρα χρόνια.
Ήταν ο ίδιος απαρηγόρητος…..»
Και η φωνή του συνέχιζε να ταξιδεύει πάνω στα κεραμίδια και στις νοτισμένες αυλές.
Η «Πολιτεία Α»
«Άντρες σχολάν απ’ τη δουλειά
και τον βαρύ καημό τους
Να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό
Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
Τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταρίο»
Ήμουν οκτώ χρονών, όταν πρωτοάκουσα τα λόγια του έξοχου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη από τον δίσκο «Πολιτεία Α», του Μίκη Θεοδωράκη. Στον δίσκο αυτό εκτός από το Σαββατόβραδο, άλλα τραγούδια με λόγια του Λειβαδίτη, ήταν τα «Μάνα μου και Παναγιά», «Δραπετσώνα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Έχω μια αγάπη». Υπέροχα τραγούδια που μας συντρόφεψαν τα κατοπινά χρόνια και τα σιγοτραγουδούσαμε, ως φοιτητές στα ταβερνάκια του Βύρωνα και των Πετραλώνων.
Αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, για το «Σαββατόβραδο»: «Έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό το μαγικό τραγούδι, που αγκαλιάζει ολόκληρη την Ελλάδα, με τους χυμούς της, τους αγώνες της, τις γειτονιές της, να το τραγουδάει κάποιος άλλος εκτός από τον Καζαντζίδη……..»
Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό το τραγούδι με γυρίζει πίσω πολύ και μου ‘ρχονται όμορφες εικόνες από τους στενούς ανηφορικούς δρόμους του Κουκακίου, που ξεκίναγαν από την Λεωφόρο Συγγρού και κατέληγαν στον λόφο του Φιλοπάππου. Αλλά και πριν από τα δέκα μου χρόνια, όταν ήμασταν στην Πάτρα, μέναμε στον πάνω όροφο ενός διώροφου οικήματος στην οδό Γούναρη. Στο ισόγειο ήταν η μπυραρία-ουζερί του Στέφανου Νύχτα. Τα βράδια κοιμόμουν με τα τραγούδια που έβγαιναν από την βελόνα του ράδιο-πικάπ που ταίριαζε τις παραγγελίες από τις αντρικές αποκλειστικά παρέες που κέρναγαν τα καραφάκια.
«Από τότε που σε ΄χασα λειώνω το όνομά σου θυμάμαι με πόνο…», η φωνή του τρύπωνε από το ξύλινο πάτωμα και με νανούριζε όταν πριν σιγήσει….
«Πάρε με να μην ξαναδώ τα βράχια και τον χάρο κάνε το κύμα όνειρο και τη σιωπή σου φάρο».
Τέλος να πω, πως κατά την γνώμη μου η «Πολιτεία Α», αποτελεί τον Ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού….