Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου
Ο Πάνος Δημάκης μου κρατά συχνά πυκνά συντροφιά τα απογεύματα στο τηλεπαιχνίδι «Τhe Chase» με το παρατσούκλι «Γεράκι». Δεν κάνει όμως μόνο αυτό. Διδάσκει εδώ και χρόνια επαγγελματικά αγγλικά και ισπανικά σε στελέχη πολυεθνικών εταιρειών, είναι δημιουργός του podcast Χίλιες και μία λέξεις για την ελληνική γλώσσα και πρόσφατα έγραφε και το μυθιστόρημα που στάθηκε αφορμή για αυτή τη κουβέντα. Στο «Ποτάμι των χίλιων τυφλών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα» μας μεταφέρει σε μια φανταστική ορεινή κωμόπολη της Αρκαδίας όπου η Μάγδα Ζεΐρη, γυναίκα του τέως δημάρχου, διατηρεί την ισχύ της, ασκώντας κύρος με την επιβλητική της φυσιογνωμία.
Όμως, όσο τα χρόνια περνούν, η διαρκώς αμείωτη αίσθηση που έχει για τον εαυτό της ως τοποτηρητή της ηθικής καθώς και η βαθιά πεποίθησή της ότι βρίσκεται πάνω από όλους τους άλλους τής δίνουν την εντύπωση ότι η κοινωνία στην οποία ζει δεν της αξίζει.
Έτσι, η Μάγδα, θέλοντας να ελέγχει τους ανθρώπους, ξεκινά να υφαίνει έναν δηλητηριώδη ιστό, στα δίχτυα του οποίου θα παγιδευτεί όλη η κωμόπολη. Μιλήσαμε με τον συγγραφέα για ντοπιολαλιές και το δηλητήριο προπαγάνδας και μανιταριών.
Υπάρχει μια σαφής αντιδιαστολή της ομορφιάς του φυσικού τοπίου της Αρκαδίας με τις μάχες και τις συγκρούσεις των ανθρώπων-κατοίκων της επινοημένης κωμόπολης. Γιατί έδωσες τόση σημασία σε αυτό το δίπολο; Ποιο ήταν το γενεσιουργό υλικό του βιβλίου σου;
Ακόμα κι αν δεν κατάγεται κάποιος από την Αρκαδία, είναι γνωστό σχεδόν τοις πάσι ότι η Αρκαδία έχει ένα ανυπέρβλητο φυσικό τοπίο, τόσο στο Μαίναλο, όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, όσο και στα άλλα μέρη της, όπως ο Πάρνωνας, όπου μεγάλωσα. Χρησιμοποιώ τη μαγεία των βουνών, των ποταμιών και της φύσης εν γένει ως μια αντίστιξη σε αυτό που επικρατεί στην οργανωμένη κοινωνία λίγο πιο κάτω. Παρεμπιπτόντως, ακόμα και η ίδια η επινοημένη κωμόπολη περιγράφεται ως πανέμορφη. Κοινώς, είναι το έμψυχο υλικό που αδυνατεί να δει το νόημα της ζωής, παρά την τόση ομορφιά δίπλα του. Περιττό να πω ότι η επιλογή των Αρκάδων ως πρωταγωνιστών δεν ενέχει καμία μομφή εναντίον τους. Θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας.
Μιας που μελετάς γλωσσάρια, εκδίδεις λεξικά με ιδιώματα, πώς και δεν έδωσες περισσότερο βάρος στην ντοπιολαλιά; Ήταν μια συνειδητή απόφαση ή κάπου μπορεί να μπήκες στον πειρασμό;
Ακριβώς επειδή ένα μέρος της τότε γλώσσας θα ήταν δυσνόητο για κάποιους αναγνώστες, επέλεξα να μην αναφέρω καμία λέξη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κάτι που ακολούθησα και στο προηγούμενο έργο μου, όπου η διάλεκτος είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, όμως ένα άλλο στοιχείο που συντέλεσε ώστε να μην εντάξω καθόλου την ντοπιολαλιά είναι ότι οι δύο ήρωες, η Μάγδα και ο Διομήδης, είναι μορφωμένοι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας. Ως εκ τούτου, εκμεταλλεύονται την καλή κατοχή της γλώσσας για να επιβληθούν και να πείσουν διά του λόγου.
Η ηρωίδα του βιβλίου σου, η Μάγδα, τιμωρεί σαν φύλακας άγγελος ή και διάβολος πιθανώς μελλοντικές γυναικοκτονίες. Τι είναι αυτό όμως που την προσελκύει στη σκοτεινή πλευρά; Ποια είναι η υπέρτατη φιλοδοξία της;
Σε άλλες περιπτώσεις τις αποτρέπει και σε άλλες το έγκλημα δεν έχει καμία σχέση με το δυστυχές φαινόμενο της γυναικοκτονίας. Αυτό που την ωθεί στο να παρακινήσει ανθρώπους να προβούν σε εγκλήματα είναι η βαθιά αίσθηση στη δική της ανωτερότητα. Θέλει να ελέγχει τους άλλους και να εξουσιάζει τις ζωές τους. Να έχει δύναμη επί της ζωής αλλά και επί του θανάτου. Σε τελική ανάλυση, ποσώς την ενδιαφέρει αν θα σώσει μια δύστυχη (ή όχι τόσο δύστυχη) ψυχή από τη δύσκολη κατάσταση που βιώνει. Ακόμα και τα άτομα που «βοηθά» μέσα της τα οικτίρει για το πόσο εύκολα γίνονται πρόβατα ή γιατί δεν όρθωσαν το ανάστημά τους μόνα τους. Όλα τα μανιφέστα που παρουσιάζει σε κάθε γυναίκα δεν είναι παρά μια διαρκώς εναλλασσόμενη προπαγάνδα, που την κάνει να αισθάνεται ολοένα και πιο ισχυρή.
Δημοψηφίσματα, εκλογές, πολιτικές διαμάχες και μια τραγωδία ανείπωτη. Αυτές τις δύσκολες μέρες που περνάμε μπορεί η φαντασία να νικήσει την πραγματικότητα; Μπορεί έστω να την κάνει λίγο πιο ανεκτή;
Ανάλογα με το βιβλίο και με τα μηνύματα που περνάει. Είναι πάντα θεμιτή η έξοδος από την πραγματικότητα κι αυτό είναι κάτι που διαχρονικά επιτυγχάνει η λογοτεχνία και εν γένει η τέχνη, όπως το θέατρο και ο κινηματογράφος. Το Ποτάμι των χιλίων τυφλών παρουσιάζει με πολύ σκοτεινά χρώματα τον ζόφο της εμφύλιας διαμάχης, έτσι ώστε μέσα από τη μαυρίλα αυτή να αναδειχθεί το φως κι η αναγκαιότητα της σύμπνοιας.
Τα μανιτάρια είναι το υπέρτατο δολοφονικό όπλο; Μιας που είμαι σίγουρος πως έκανες έρευνα, κατά πόσο προσέχουν οι συλλέκτες τι μαζεύουν; Δεν σου κρύβω πως το σκέφτομαι διπλά να φάω μετά την ανάγνωση του βιβλίου.
Νομίζω ότι πλέον η επιστημονική κοινότητα έχει καταδείξει ποια είναι βρώσιμα και ποια όχι. Εγώ αποφάσισα να επινοήσω ένα μανιτάρι από τη φαντασία μου. Του έδωσα το όνομα «κάκυδνο», γιατί ψάχνοντας σε λεξικά ανακάλυψα την ομηρική λέξη «ύδνον». Έβαλα και το κακό στην αρχή και να ο δολοφόνος μας!
Πλούσια επαγγελματική διαδρομή, ταξίδια, βιβλία και τώρα η τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα. Πώς στην ευχή τα προλαβαίνεις όλα; Ξεπερνιέται εύκολα το «Να το Γεράκι» όταν περπατάς στους δρόμους;
Για κάποιον παράδοξο λόγο τα προλαβαίνω, προς το παρόν ακόμα. Ακόμα έχω τους μαθητές μου, που τους διδάσκω επιχειρηματικά αγγλικά, και ακόμα κάνω τις μεταφράσεις μου. Με τις παρουσιάσεις και τα κάθε λογής γυρίσματα ο χρόνος μειώνεται κάπως, αλλά τα καταφέρνω. Όσο για την αναγνωρισιμότητα στον δρόμο, ακόμα είναι σε πολύ αρχικό στάδιο: σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη σχετικά λίγοι με αναγνωρίζουν. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πιο πολλές παραστάσεις και ο ρυθμός ζωής είναι πιο γοργός. Τα πράγματα αλλάζουν άρδην στην επαρχία, όπου με φωνάζουν πολύ πιο συχνά στον δρόμο!
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νεολόγος