Ο ΦΩΤΗΣ Ο «ΠΑΤΣΑΣ»

10.09.2021 / 11:11
Ο Φώτης Στεργίου με την παρέα του στην παραλία μπροστά από το μαγαζί. (1)

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ

Αρχές της δεκαετίας του 1960, στην πόλη μας λειτουργούσαν πολλές μπυραρίες-ουζερί, στις οποίες, τα βραδάκια, έβρισκαν αποκούμπι οι μεροκαματιάρηδες των εργοστασίων και του λιμανιού για ένα πλασματικό διάλειμμα από τα βάσανα και τις έγνοιες τους.

Το ουζερί του Στέφανου Νύχτα

Μία από αυτές ήταν και το ουζερί του Στέφανου Νύχτα, στο ισόγειο κάτω από το σπίτι μας στη Γούναρη. Είχε ψησταριά σε καθημερινή βάση με κοκορέτσι ή σπληνάντερο και άλλους μεζέδες, που συνόδευαν τα καραφάκια του ούζου και την μπίρα του Μάμου στο ποτήρι. Το μαγαζί άνοιξε το 1955 και, λόγω του αριστερού παρελθόντος του, ο Στέφανος επιδείκνυε τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια.

Οι πινακίδες στον τοίχο με την υπόμνηση «απαγορεύονται αι φωνασκίαι και ο χορός» και «απαγορεύονται τα σπασίματα πιάτων» μαρτυρούσαν τους περιορισμούς. Η παρουσία μου σε αυτό το μαγαζί το 1959 και το 1960, δηλαδή πριν πάω στο Δημοτικό, ήταν σε ολοήμερη βάση, καθώς ήμουν η παρέα του Στέφανου και το παιχνίδι μου είχε να κάνει με τη λειτουργία του μαγαζιού. Το πρωί βοηθούσα στο ανακάτεμα των υλικών για την ετοιμασία της χειροποίητης μουστάρδας με μία ξύλινη κουτάλα. Πριν από το μεσημέρι, φορτωμένος πίσω στη σκάρα του διπλοσκέλετου ποδηλάτου, πηγαίναμε με τον Στέφανο για προμήθειες. Πρώτα στο μπακάλικο του Κλαουδάτου, που ήταν στη Γούναρη, λίγο πιο κάτω από το «Παλλάς», και μετά δίπλα, στο χασάπικο του Ανδριόπουλου.

Το καλοκαίρι, τα πρωινά, μόλις τελείωναν οι εργασίες της προετοιμασίας, με φόρτωνε στη σκάρα και με το ποδήλατο πηγαίναμε στου Μουρτά για μπάνιο, στο αγαπημένο του στέκι που ήταν η «Μεξικάνα». Περνούσαμε μπροστά από τα μεγάλα εργοστάσια της ΒΕΣΟ, του Λαδόπουλου, της Πειραϊκής-Πατραϊκής και του Σπηλιόπουλου.

Η θάλασσα συνήθως ήταν χρωματιστή από τις βαφές του Λαδόπουλου και της Πατραϊκής, ενώ μπροστά από τα Σφαγεία ήταν σχεδόν μονίμως κόκκινη.

Το πατσατζίδικο του κυρ Φώτη

Το εργοστάσιο του Λαδόπουλου έκανε διάλειμμα για μιάμιση ώρα και τότε πολλοί εργάτες και τεχνίτες πήγαιναν στα γύρω μαγέρικα για το μεσημεριανό τους. Το πιο ονομαστό μαγέρικο της περιοχής, όμως, ήταν του Φώτη Στεργίου.

Το πατσατζίδικο του κυρ Φώτη (η «Ταβέρνα του Πατσά», όπως την έλεγαν) ήταν δίπλα στα Σφαγεία. Ένα μεσημέρι, στην επιστροφή από το μπάνιο, καθίσαμε κι εμείς εκεί, για να απολαύσει ο Στέφανος μια μερίδα πατσά μοσχαρίσιο με σκορδοστούμπι. Στους μεσημεριανούς πελάτες υπήρχαν εργάτες του Λαδόπουλου, καροτσέρηδες και εκδοροσφαγείς. Όμως τα βράδια, συχνά, είχε ως πελάτες βιομήχανους και επιχειρηματίες της Πάτρας, που είχαν το δικό τους έτοιμο τραπέζι, στρωμένο με λινό τραπεζομάντιλο.

Το μαγαζί είχε και τραπεζάκια έξω για δροσιά, καθώς κάτω από τον στενό δρόμο (που ήταν τότε η Πατρών – Πύργου), βρισκόταν η μικρή παραλία που έσκαγε το κύμα.

Η μπουρού του Λαδόπουλου

Τα μεσημέρια που γυρίζαμε, στις δώδεκα, σφύριζε η μπουρού του εργοστασίου του Λαδόπουλου για το διάλειμμα της μιάμισης ώρας. Η μπουρού δούλευε με ατμό και ακουγόταν από την Πάτρα μέχρι το Μιντιλόγλι. Το πρωί σφύριζε στις οκτώ παρά είκοσι την προειδοποιητική, ώστε αυτοί που έμεναν κοντά να ξεκινήσουν για τη βάρδια των οκτώ. Στις πεντέμισι το απόγευμα σχόλαγε η βάρδια. Γέμιζαν οι δρόμοι με εργάτες και εργάτριες που, μαζί με το συφερτάσι τους, έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής μέσω της Ιεροθέου ή της Βορείου Ηπείρου. Πολλοί από αυτούς ήταν πελάτες του Στέφανου, που με τις παρέες του έκαναν τακτικές επισκέψεις.

«Βάλε μια πλάκα, μικρέ»

Τα καυτά καλοκαιρινά απογεύματα άρχιζε η προετοιμασία του μαγαζιού για την υποδοχή των πελατών. Πρώτα καταβρέχαμε, κατόπιν ρίχναμε πριονίδι και μετά σκουπίζαμε το πεζοδρόμιο της Καλαβρύτων, το οποίο τότε ήταν πολύ φαρδύ και χώραγε πολλά σιδερένια στρογγυλά τραπέζια και ψάθινες καρέκλες. Όταν έρχονταν οι πελάτες, αναλάμβανα το ράδιο-πικάπ, όπου σύμφωνα με τις παραγγελίες έβαζα τα 45άρια και το πρόγραμμα ξεκίναγε με την εντολή «βάλε μια πλάκα, μικρέ».

Το μαγαζί είχε στους τοίχους διαφημιστικές αφισέτες των δισκογραφικών εταιρειών ΜΙΝΩΣ και COLUMBIA με τα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής. Στη μέση του μαγαζιού ήταν η φωτογραφία της λατρεμένης λαϊκής τραγουδίστριας των Πατρινών, της Πόλυ Πάνου, σε αφίσα με τον Γιάννη Καραμπεσίνη.

Τα αγαπημένα τραγούδια των θαμώνων ήταν τα: «Ένα σφάλμα έκανα», «Φεγγάρι χλωμό», «Γεια σου τσολιά μου», «Σε τούτο το στενό», «Μια στεναχώρια», «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω». Όπως επίσης: «Αυτή η νύχτα μένει», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Είσαι η ζωή μου», και σε μόνιμη βάση το «Βαρέθηκα τέτοια ζωή» με τον αγαπημένο τους Καζαντζίδη. Τα Σαββατόβραδα, που είχαν πιο ευχάριστη διάθεση οι θαμώνες, βάζαμε «Τα καβουράκια», με τις αταξίες της κυρίας καβουρίνας.

Αυτά τα τραγούδια ήταν σε ζήτηση, αφού είχαν πιει τα καραφάκια και τις μπίρες τους. Νωρίς, οι παραγγελίες ήταν για το «Περασμένες μου αγάπες» με τη Μαίρη Λίντα, «Τα παιδιά του Πειραιά» και «Η άμαξα μες στη βροχή». Τέλος, τρεις και τέσσερις φορές κάθε βράδυ ‒ανάλογα με τις παραγγελίες‒ θα έβαζα το ινδικής προελεύσεως τραγούδι «Καρδιά μου καημένη πώς βαστάς και δεν ραγίζεις/ στον ψεύτη ντουνιά τόση απονιά που αντικρίζεις» με την αξεπέραστη φωνή της Βούλας Πάλλα. Τραγούδια σαν κι αυτό ήταν επηρεασμένα από τις ταινίες του ινδικού κινηματογράφου, που προβάλλονταν και στις αίθουσες της Πάτρας. Μια τέτοια ταινία είδα, όταν πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε κινηματογράφο, στο «Παλλάς», στη γωνία Γούναρη και Αγίου Γεωργίου. Η ταινία ήταν η «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» με πρωταγωνίστρια τη Ναργκίς.

Ο ΦΩΤΗΣ Ο «ΠΑΤΣΑΣ» 2

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα