O διαρκής, υπέροχος ενεστώτας του Γιάννη Ξανθούλη-Μια συζήτηση με τον μονίμως ανήσυχο και πετυχημένο συγγραφέα

29.03.2021 / 10:09
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ 06Photo credits Γιώργου Οικονομόπουλου από ΒΗΜΑ-ink

Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου

40 χρόνια πορείας και μια ολόθερμη αγκαλιά από αναγνωστικές γενιές που το συγγραφικό του αποτύπωμα «γράφει» σε έλικες dna. O Γιάννης Ξανθούλης με τη βεντάλια της νοσταλγίας στη πένα του δίνει αέρα σε ένα ελαφρώς δυστοπικό παρόν. Επιμένει πάντως στη δυναμική του σήμερα απέναντι σε δαίμονες του παρελθόντος. Στο βιβλίο Ζωή μέχρι χθες (και αυτό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα) η ηρωίδα του Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη είναι μια γυναίκα που μπορούσε να διαπρέψει ως γιατρός, ως ηθοποιός, ως νεκρή και ως αστέρι σε έναν γαλαξία συμβάσεων. Προτίμησε την ανατροπή, αυτοσαρκάζοντας την αδια¬πραγμάτευτη μοναξιά της και τις ήττες της, που τις έκανε να δείχνουν νικηφόρες. Κι έτσι συνεχίζει… Κάθε ανταλλαγή ερωταπαντήσεων με τον συγγραφέα είναι απολαυστική.

Η ηρωίδα του βιβλίου σας Αμφιτρήτη Βράνη, με πανοπλία τα «τσιμεντωμένα» συναισθήματα της  βουτάει στο χθες ψάχνοντας μια κάποια λύτρωση.  Το βέρτιγκο αναμνήσεων που συναντάμε συχνά στο έργο σας είναι ευλογία ή κατάρα;

Οι αναμνήσεις είναι πολύ πιο δραστικές απ’ ότι νομίζουμε. Με τη μορφή των συμπτώσεων επανέρχονται συχνά με αρκετό βάρος από το αρχικό τους εκτόπισμα. Εκεί χρειάζεται σωστή διαχείριση. Στα μυθιστορήματά μου το «σωστό» αποκαθηλώνεται συνήθως για λόγους που αφορούν την ιστορία. Προσωπικά υπερθεματίζω τον ενεστώτα χρόνο οπότε σε κάθε ανάμνηση προσπαθώ να δώσω μια ξεχωριστή δυναμική του παρόντος χρόνου. Αν είναι απαραίτητο φυσικά… Όμως δεν πιστεύω πως τα παιχνίδια της μνήμης αποτελούν «κατάρες». Εξάλλου τα χρησιμοποιώ σε συνενοχή – ας πούμε- με τον αναγνώστη. Διαισθητικά τουλάχιστον.

Τα παρακμιακά καφέ της σύγχρονης Αθήνας , η πανσπερμία των φυλών, η τεχνολογική έκρηξη που υπνωτίζει περνάνε σαν σλάιντς βιου μάστερ από το βλέμμα της Αμφιτρήτης. Βγαίνει μια πίκρα παρατήρησης ή απλά μου φάνηκε; Συνεχίζετε το περιπατητικό σας σερί στη πρωτεύουσα;

Η Αθήνα εξελίσσεται σε ένα προβληματικό ζωηρό τσίρκο οπότε δεν μπορείς να παραβλέψεις την πολυχρωμία των κινδύνων. Μιλώ για το ιστορικό κέντρο, εκεί δηλαδή που ζω και απολαμβάνω την αγωνιστική οργή του κάθε κατ’ επίφαση πικραμένου. Τα «πέριξ» της πρωτεύουσας ζουν το παρόν της πόλης μόνον εξ αντανακλάσεως. Ναι, ως περιπατητής συμμετέχω στην αμφίσημη αυτή καθημερινότητα.

Τρένα, Κωσταντινούπολη, βεγγέρες… Όλα αυτά και άλλα τόσα που εμμονικά  σχεδόν συναντάμε στα έργα σας  ,βγαίνουν αταβιστικά στο γράψιμο; Δεν πιάνετε τον εαυτό σας κάποια στιγμή και να του λέτε «Πάλι τα ίδια;;;;»; Η ερώτηση μου γεννήθηκε διαβάζοντας τη «Ζωή μέχρι χθες» και αναρωτιόμουν «Πού είναι η Πόλη; Τη ξέχασε;»

Όλα αυτά τα κλισέ που αναφέρατε μπορεί να βρίσκονται σταθερά στο μενού των βιβλίων μου κι όμως τόσο εγώ που γερνώ όσο και οι νεογέννητοι ήρωές μου μπορούμε να τα συμμεριζόμαστε με διαφορετικό φωτισμό κάθε φορά. Όσο για την Κωνσταντινούπολη, η οποία λόγω συνθηκών μου λείπει αφόρητα, θέλω να την αισθάνομαι κοντά, έστω και με τις συνθήκες της μυθοπλασίας. Και στο τελευταίο μου βιβλίο σιγά που δεν θα έκανα ένα πέταγμα ως τον Βόσπορο. Το δεύτερο μέρος του «Ζωή μέχρι χθες» η ηρωίδα μου εισπράττει μια γερή νοτισμένη γεύση από την «Βασιλεύουσα».

Η λαγνεία και το τυφλό πάθος στο πρώτο μέρος του βιβλίου αγγίζει ένα απίστευτο ζενίθ ηδονής. Πως βλέπετε τις σημερινές ερωτικές σχέσεις των νέων μέσα από οθόνες και από ψηφιακά συνοικέσια; Σημεία των καιρών ή κάτι που δεν κατανοείτε;

Ζούμε, νομίζω, μια εξόχως αντιερωτική εποχή κι όχι μόνο λόγω covid. Ο έρωτας έχει μπει σε ένα ηθικοπλαστικά ασφυκτικό διυλιστήριο, πράγματα που χρειάζονται ημίφως εκτίθενται στον πιο εκτυφλωτικό ήλιο, οι πάντες διαλαλούν με την τεχνολογία τις παρενέργειες του υπογαστρίου τους, οι λέξεις του έρωτα προσπαθούν αφελώς να επιπλεύσουν σε τραγουδάκια, που παίρνουν μπρος μόνο υπό την επήρεια αλκοόλ… Τι κρίμα. Ειλικρινά νιώθω ευγνώμων που διάγω την τελευταία μου εικοσαετία για να μη δω τη συνέχεια.

40 χρόνια στο χώρο του βιβλίου . Θυμάμαι πάντα την ατάκα «στην Ελλάδα μόνο ο Ξανθούλης  ζει από το γράψιμο». Παράσημο; Ψέμα;  Εικονική πραγματικότητα;

Τα βιβλία μου έκαναν εντυπωσιακές πωλήσεις για τα ελληνικά δεδομένα. Φυσικά δεν ήμουν ο μόνος. Όμως ο συγγραφέας, κακά τα ψέματα, θα παραμείνει ένας ανασφαλής χειρώναξ που παλεύει με τους δαίμονές του χωρίς να βάζει στόχο την ετικέτα του «ευπώλητου».

Μιλήστε μου λίγο για τα ζωγραφικά έργα που κοσμούν τελευταία τα εξώφυλλα των βιβλίων σας . Ήταν κάτι που πάντα κάνατε; Ανακαλύπτετε κάτι νέο για τον εαυτό σας που δεν «καλύπτει» το γράψιμο;

Πάντα ζωγράφιζα, εικονογραφούσα παλιά τα παιδικά μου βιβλία -κυρίως θεατρικά-, σχεδίαζα τα κοστούμια, όταν έγραφα θέατρο, όμως τα τελευταία έξι χρόνια βρήκα σαν μέσο αγχολυτικό τη ζωγραφική. Είμαι ερασιτέχνης, ψάχνομαι, ανακαλύπτω πράγματα που για τους ζωγράφους είναι αυτονόητα… Τέλος πάντων, παίζω με τις μπογιές, που αντίθετα από το μελάνι και τις λευκές σελίδες, με τρομάζουν λιγότερο.

Νομίζω ότι για μας τους βιβλιοφάγους η καραντίνα δεν ήταν δα και η αιτία για να διαβάσουμε παραπάνω. Θα ήθελα να σας ρωτήσω όμως τι διαβάσατε τελευταία που θα προτείνατε ανεπιφύλακτα

Διάβασα βιβλία, που είχα ξαναδιαβάσει ή που βρίσκονταν παραπονεμένα στη βιβλιοθήκη μου, όπως «Η Λότε στη Βαϊμάρη» του Τόμας Μαν. Διάβασα τις «Αναμνήσεις ενός αντισημίτη», διάβασα το «Νιλς» του Ραγκουνιώ, το τελευταίο του Κόου «Εγώ και ο κ. Γουάιλντερ», το «Άνδρα με τον κόκκινο μανδύα» του Τζούλιαν Μπαρνς, την αυτοβιογραφία του Γούντι Άλλεν, τις «Εκατό μέρες» του Ροτ, τα βιβλία της Ελίζαμπεθ Στράουτ, «Τα χρόνια της βραδύτητας» του Αραμπούρου, το «Βερολίνο 1933» του Σνάϊντερμαν, το «Στρατή Δούκα» του Ακρίβου και άλλα πολλά.

(από εφημερίδα Νεολόγος των Πατρών)

ΦΩΤΟ: Γιώργος Οικονομόπουλος

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα