Με την υπογραφή του Θανάση Κούστα
Όταν βλέπω τις παρέες των νεαρών να ανηφορίζουν την Αγίου Νικολάου με προορισμό τα κουτουκάκια της Ηφαίστου και των γύρω στενών, αναπολώ τις φοιτητικές μας εξόδους αρχές της δεκαετίας του 1970, στα ταβερνάκια της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Παγκρατίου, των Πετραλώνων…
Κι έτσι ένα βράδυ αρχές του Νοέμβρη του 1973, μια παρέα εικοσάχρονοι φοιτητές, με σκούρα αμπέχωνα, μούσια και μαλλιά, ανηφορίζαμε συχνά στα μισοσκότεινα στενά της Καισαριανής, αναζητώντας μικρά ταβερνάκια – κουτούκια. Όπως είχαμε συνδέσει την Πλάκα με καλό ποιοτικό τραγούδι, στενάχωρα ισόγεια με σαγρέ τοίχους και πάγκους με υφαντά, που είχαν μετατραπεί σε Μπουάτ, έτσι είχαμε συνδέσει τις περιοχές της Καισαριανής και του Βύρωνα με καλό κρασί, γευστικούς μεζέδες και παρέες με καλοσυνάτους θαμώνες.
Στο κέντρο σχεδόν της συνοικίας, πίσω ακριβώς από την Παναγίτσα, σε ένα σκοτεινό στενό που ‘κανε τη μέρα νύχτα, είναι το κουτούκι του κυρ Αποστόλη. Στενάχωρα, μικρά τραπέζια και πάνω μας τα βαρέλια με την ρετσίνα και το κοκκινέλι. Η Καισαριανή είχε και άλλα πολλά τέτοια κουτούκια, προσφυγική συνοικία και ήταν η μοναδική βραδινή διασκέδαση για τους μεροκαματιάρηδες που ξεμύτιζαν με αργά βήματα από τα ασπρισμένα μονόχωρα σπιτάκια. Η συνοικία κατοικήθηκε αρχικά από πρόσφυγες της Σμύρνης και των περιχώρων που στριμώχθηκαν σε αντίσκηνα του στρατού και μετά σε ξύλινες και λίθινες παράγκες. Και τώρα ανάμεσα στα στενά απομεινάρια εκείνων των χρόνων για όσους τα συντηρούσαν πιο πολύ σαν μνήμες, στέκονταν οι τριώροφες πολυκατοικίες γεμάτες τρύπες από σφαίρες και όλμους, από την εποχή της κατοχής και του εμφυλίου.
Κι εμείς, φοιτητές, τον χειμώνα του 1973, στην καρδιά της δικτατορικής επταετίας, νοιώθαμε πως ανασαίναμε ελευθερία, αν μας έπαιρνε παράωρα στο κουτούκι του κυρ Αποστόλη. Ρέγκα, γίγαντες, φάβα, σουτζουκάκια και συκωτάκια λαδορήγανι ήταν οι μεζέδες με εκνευριστική σταθερότητα που προσέδιδε πάντα μια διαρκή αγωνία για την τυχόν εμφάνιση κάποιας γευστικής έκπληξης.
Με τα πόδια από το Κουκάκι μέχρι την Καισαριανή, μέσω Μακρυγιάννη, Παναθηναϊκου Σταδίου, Παγκρατίου και Φιλολάου δεν ήταν δα και καμιά μικρή απόσταση αλλά το ‘χαμε συνήθειο τον ποδαρόδρομο ειδικά σε ευχάριστες εξορμήσεις όπως το κουτούκι του κυρ Αποστόλη. Κοντόχοντρος με παχύ μουστάκι και λίγα μαλλιά, μας έκανε πάντα θερμή υποδοχή καθώς πιο πολύ καθόταν με τους πελάτες, παρά ασχολιόταν με τις δουλειές του μαγαζιού. Γεννημένος στα Αλάτσατα, έξω από την Σμύρνη, έφθασε πεντάχρονος, χωρίς τον πατέρα του, στα αντίσκηνα της Καισαριανής και δούλεψε πολλά χρόνια σαν λιμενεργάτης στον Πειραιά. Κι εμείς τον αποζημιώναμε με καλή παρέα και τραγούδια, πολλά τραγούδια.
Ο Γιάννης, δευτεροετής στο Πολυτεχνείο, είχε μάθει και το μπουζουκάκι και στην παρέα μας μόνιμος, μαζί με το τετράδιο που ΄χε γραμμένα τα λόγια από το «ρεπερτόριό» του. Όταν πλησίαζε η ώρα και τα μπακιρένια κατρούτσα άδειαζαν πιο γρήγορα από την αρχή, τότε, ξεκίναγε το γρατζούνισμα. Κι όμως έβγαινε ένα ήχος, που μας παράσερνε να χαθούμε στα υπέροχα λόγια του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το μαγέρικο του Ντελή Βοριά, μας έλεγε ο κυρ Αποστόλης, ήταν στην κατοχή, στην πιο κάτω γωνία, κι εμείς…
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει,
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά,
κάποιο απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι πίσω απ ΄το μαγέρικο του Δεληβοριά…
Τα φώτα χαμήλωναν, σίμωναν οι καρέκλες, μια γλύκα άπλωνε και χάϊδευε τους ζωγραφισμένους- με ασπρισμένα σπίτια και καλντερίμια – τοίχους, από τις χαμένες πατρίδες. Ο μάγος Ξαρχάκος, ξεκίνησε με αργό χασάπικο και στο ρεφραίν μας χαρίζει ένα ονειρεμένο ζεϊμπέκικο. Ένας μεσόκοπος, από το διπλανό τραπέζι, μας κέρασε κρασί, κοίταξε στα μάτια την σύντροφό του και σηκώθηκε.
…κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο,
κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί.
Χτύπησε δυό φορές το χέρι στο τσιμεντένιο πάτωμα, με το βλέμμα στο ταβάνι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και όταν κάθισε στην καρέκλα του έσμιξε το τραπέζι του με το δικό μας. Δυο-τρεις παρέες θα είχαν μείνει, σίμωσαν όλοι κοντά μας και σιγοτραγουδούσαν… είναι αλήθεια πως το κρασί γλυκαίνει τα σωθικά, ημερεύει τον νου και σμίγει τους ανθρώπους. Και είναι ολοφάνερο, πως ένα σχεδόν ξεκούρδιστο μπουζούκι είναι αρκετό, για να σφαλίσει η πόρτα, να χαμηλώσουν ακόμα τα φώτα και να νοιώσουμε όλοι μαζί πιο λεύτεροι. Τέτοια βραδιά και ποιος δεν την ένοιωσε ‘κείνα τα χρόνια.
Η λογοκρισία τα είχε κόψει, μα εμείς ξέραμε τα λόγια και να ήρθε η ώρα…
Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους και μπογιές ‘τοιμάζαμε με σβηστή φωνή. Τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους πέφταμε και κράζαμε κάτω οι Γερμανοί. Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο. Κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό πικρό ψωμί.
Σφάλιζε η σιδερένια πόρτα… είχε βλέπεις, γυναίκα και παιδιά ο ταβερνιάρης, μα τ‘ άρεσε η παρέα μας. Εξ άλλου δεν ήθελε πολύ να γίνει το κακό, καθώς η περιοχή αυτή, για πολλούς λόγους ήταν σημαδεμένη. Και στο τέλος με χαμηλές φωνές, σχεδόν ψυθιριστά και με λόγια τρυφερά, ταξιδεύαμε, μαζί με τον Λευτέρη ,πίσω στον χρόνο, στο Σκοπευτήριο, την Πρωτομαγιά του 1944…
Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωρά σου μάτια που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωϊνή
ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια
κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή
Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε ένα βιβλίο του είχε γράψει… Αν καταστρεφόταν ο κόσμος, από τα 1.200 τραγούδια που έχω γράψει, θα διάλεγα να απομείνει μόνο το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», γιατί έχει ένα σπουδαίο τετράστιχο «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά». Μόνο αυτό αν έμενε, θα ήμουνα ευχαριστημένος.