Κάτι νύχτες με φεγγάρι

05.07.2021 / 11:57
All-focus

Του Θανάση Κούστα

Διάβασα την είδηση, πως άρχισε να λειτουργεί και πάλι ο θερινός κινηματογράφος στην Αίγλη του Ζαππείου και σκέφτηκα πως, είναι ακατανόητο αυτό που συμβαίνει στην Πάτρα με τους παραδοσιακούς θερινούς κινηματογράφους. Εξαφανίστηκαν, ως δια μαγείας, και η μοναδική διέξοδος για αυτού του είδους τη διασκέδαση είναι το «Σινέ Κάστρο» στο Ρίον. Κοτζάμ Πάτρα δεν περιέσωσε ούτε έναν. Κατανοώ ότι, τους πιο πολλούς τους κατασπάραξαν οι αδηφάγες πολυκατοικίες αλλά, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν χώροι ή ταράτσες που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν θερινούς κινηματογράφους. Και να σκεφτεί κανείς πως η χώρα μας είναι διάσημη και για αυτό. Πως γίνεται στην παλιά μου γειτονιά στην Αθήνα να λειτουργούν δύο, όπως το «Σινέ Θησείον «και το «Σινέ Παρί» και οι δύο σε θαυμάσιους χώρους, με αναπαυτικές πολυθρόνες, τραπεζάκια ενδιάμεσα για την μπυρίτσα ή το παγωτό και στο πλάι γιασεμιά και νυχτολούλουδα.

Από το «Σινέ Παρί» που είναι στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα, φαίνεται το γυμνάσιο που πήγαινα και βέβαια η ωραιότερη εικόνα το κόσμου, ο φωταγωγημένος Παρθενώνας.

Κάτι νύχτες με φεγγάρι 2

Με πατατούλα τηγανιτή

Στα παιδικά μου χρόνια της Πάτρας, ήταν μια πραγματική ποθητή απόλαυση μια βραδιά φεγγαρόφωτη στο «Ζενίθ» με το χαλικάκι στο δάπεδο, ή στην ταράτσα της «ΟΥΦΑ», στο «ΑΕΛΛΩ» ή στο «ΑΣΤΡΟΝ» απέναντι από το Αρσάκειο. Και βέβαια στον ονειρεμένο «ΕΣΠΕΡΟ», που πολλές φορές κάναμε μπανιστήρι στην μισή οθόνη βέβαια από το καφενείο του Κουτρουμπάνου στην πλατεία Γεωργίου, συνοδεία πατατούλας με μουστάρδα.

Τα καλοκαίρια στο Κουκάκι

Τα καλοκαίρια της περιόδου 1960 – 1970, στη γειτονιά μου, στο Κουκάκι της Αθήνας, για τη βραδινή μας έξοδο, είχαμε δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν το Ηρώδειο, που ήταν κοντά στο σπίτι μας και για βόλτα είχαμε τα σκαλιά του ή ακόμη και μέσα για την παράσταση αν μας άρεσε, καθώς το μαθητικό εισιτήριο ήταν πολύ χαμηλό.                                                                                  

Μια βραδιά του Ιουνίου, καθόμαστε ανάμεσα στον κόσμο που ανέβαινε τα σκαλιά για να παρακολουθήσει τα «Μπαλέτα του 20ου Αιώνος» του Maurice Béjart, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Από τα σκαλιά αυτά διαβάζαμε τα προγράμματα και χαζεύαμε τον κόσμο που από νωρίς έπιαναν θέση στις κερκίδες του Ηρωδείου  για την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη και την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, όταν ήμασταν μικρότεροι και  ξεκουραζόμαστε ιδρωμένοι μετά το παιχνίδι. Όπως καθόμαστε στα σκαλιά ακούγαμε για τον Τρυγαίο που ζωντάνευε ο Χριστόφορος Νέζερ και έτσι αρχίζαμε να μαθαίνουμε για τον Αριστοφάνη. Αρκετά χρόνια αργότερα είχα την τύχη να απολαύσω τον Νέζερ, στο Ηρώδειο, στον ρόλο του Κινησία με Μυρίνη την Άννα Φόνσου και Λυσιστράτη την Άννα Συνοδινού.

Όταν αργότερα, στην εποχή του Γυμνασίου, ανηφορίζαμε με την παρέα μας, χωρίς να γνωρίζουμε το πρόγραμμα, είχαμε την τύχη να είμαστε παρόντες σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, όπως το 1968 στη «Μήδεια» με πρωταγωνίστρια την Αλέκα Κατσέλη, το 1970 στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με Κλυταιμνήστρα πάλι την Αλέκα Κατσέλη και στις «Νεφέλαι» με κορυφαία την Μαίρη Αρώνη. Οι παραστάσεις αυτές ήταν σε κλασσικές φόρμες, μας δίδασκαν, μας ωρίμαζαν και μας έδεναν με την καθημερινή παρουσία μας στα δρομάκια της Πλάκας, όπως έκαναν 2.000 χρόνια πριν οι δημιουργοί τους, καθώς είναι γνωστό, πως ο Αριστοφάνης έμενε στην οδό Κυδαθηναίων.

Το θερινό σινεμά «Ερέχθειον»

Η δεύτερη επιλογή ήταν, το θερινό σινεμά «Ερέχθειον»… κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη, με χαλικάκι και περικοκλάδες μέχρι ψηλά στις μάντρες                                                                        

«…και ήταν κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά             

νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν                                        

 μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά…». 

Γύρω από την οθόνη στα πλευρά και πάνω ήταν διαφημίσεις για τοπικά καταστήματα και όχι μόνο, που τις ζωγράφιζε ο κυρ Μίμης, που είχε τα σύνεργά και τους μουσαμάδες τους, σε μια μάντρα στην γειτονιά μας. Κι έτσι στο διάλειμμα, όταν από τα μεγάφωνα ακουγόταν το «πετραδάκι – πετραδάκι» ή «θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου» με την συνοδεία του μπιράλ και του ΤΑΜ ΤΑΜ, τις διαβάζαμε αλλά κάποιοι μόρτες, έφτιαχναν μυτερές  σαΐτες από τα προγράμματα και τις έστελναν προς την οθόνη, αφού πρώτα είχαν βάλει μπροστά στην μύτη την τσίχλα τους. Έτσι οι πιο πετυχημένες κόλλαγαν στην οθόνη και μετά κατά την διάρκεια της προβολής έμεναν κολλημένες στην οθόνη και βλέπαμε την σκιά τους.                                                                                                     

Κατά ένα περίεργο τρόπο σε σκηνές που απαιτούσαν ησυχία και προσήλωση, θα εμφανιζόταν συνήθως  ένα επίμονο τζιτζίκι που είχε ξεπέσει από τα δέντρα ή από τις περικοκλάδες και ξεκίναγε ένα συνεχές τζζζζζζζζζ…  περιμένοντας να ακούσει ένα «σουτ» από κάποιον θαρρετό θεατή για να σταματήσει.    

Το σινεμά «Πρωτεύς» και η Νανά Μούσχουρη

Είχαμε και άλλους θερινούς κινηματογράφους στην γειτονιά, όπως το «Μίτσι», που ήταν στην Βεΐκου και είχε γύρω – γύρω τα πίσω μπαλκόνια από τις πολυκατοικίες, των οποίων οι ένοικοι, υποχρεωτικά κάθε βράδυ έβλεπαν ή άκουγαν όλες τις προβολές. Εμείς είχαμε ανακαλύψει μια εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον χειμερινό και έτσι στις εποχές που έπαιζαν και οι δύο εμείς το είχαμε δίπορτο. Στην Αν. Ζίννη ήταν ο θερινός κινηματογράφος «Πρωτέας», που λειτουργούσε από το 1938 και από το 1957 ένα μέρος του οικοπέδου του μετατράπηκε σε χειμερινός. Είχε μια μακριά είσοδο και η αίθουσα του χειμερινού ήταν διακοσμημένη, δεξιά και αριστερά, με αβγουλιέρες για καλύτερο ήχο.                 

Το σινεμά έγινε γνωστό χάρη στην Νάνα Μούσχουρη και την οικογένεια της οι οποίοι όλοι μαζί κατοικούσαν εκεί.                            

Όπως αφηγείται:  «Τριών ετών ήρθα στην Αθήνα, στο Κουκάκι, και μέναμε εκεί όπου ήταν το σινεμά ο Πρωτεύς. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός, αλλά επειδή ήταν θερινό το σινεμά, δούλευε και κάπως σαν φύλακας τη χειμερινή περίοδο. Πριν από την κατοχή οι χωματόδρομοι ήταν πολύ περισσότεροι από τις πολυκατοικίες και καμία φορά άκουγες το τρένο να περνά. Πίσω ακριβώς από την οθόνη υπήρχε ένα σπιτάκι με δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμούνταν οι γονείς μας και στο άλλο το οποίο, ανάλογα με την ώρα, χρησίμευε και σαν τραπεζαρία, αλλά και σαν κρεβατοκάμαρα δική μου και της αδελφής μου. Η οθόνη φαινόταν πελώρια στα παιδικά μου μάτια και παρακολουθούσαμε στην πίσω πλευρά τα ακατάλληλα. Ο «Πρωτέας» μας περίμενε πάντα στο Κουκάκι…»                               

Η  γειτονιά στο Κουκάκι, δεν ανάσαινε, η ζέστη ήταν αφόρητη κι εγώ  ήταν φανερό πως αποζητούσα τον μαΐστρο του Πατραϊκού καθώς περίμενα να έλθει ο Αύγουστος που θα ερχόμουνα στην Πάτρα, όπως σταθερά έκανα κάθε καλοκαίρι.

(από εφημερίδα Νεολόγος των Πατρών)

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα