Του Δ. Τουλιάτου
Ναι, θα έχει υποψία λαγνείας ετούτο το κείμενο.
Είναι ένα κείμενο που συνελήφθη μέσα σε τρόλεϊ και λεωφορεία.
Ένα κείμενο που γράφτηκε μόνο του στα αντικριστά καθίσματα του προαστιακού και στα παγκάκια της πλατείας. Δεν κατάφερε να το σβήσει η βροχή, ούτε να το πάρει ο αέρας.
Η λογική έλεγε: μα που θα βρεις να γράψεις 700-800 λέξεις με αφορμή ένα μαυρισμένο, καμένο κορμί.
Αλλά το συναίσθημα επέμενε.
Όπως αρνούνται να τιθασευτούν τα επιστρέφοντα στις πόλεις κορμιά του θέρους.
Αρνούνται τα πόδια να εγκλειστούν σε περιοριστικά παπούτσια. Θυμούνται βλέπεις την άμμο που πέρναγε ανάμεσα στα δάχτυλα. Θυμούνται και το τσούξιμο από τις πληγές των βράχων. Θυμούνται την απογευματινή ξυπολησιά της αυλής μέχρι να έρθει ο καφές.
Και πως να τιθασευτούν δυο στήθη μέσα σε ένα φίμωτρο, φτιαγμένο να τα παραμορφώνει. Όταν μόλις χτες ένοιωθαν το νερό να τα περιγράφει, με ή χωρίς μαγιό.
Να ανατριχιάζουν, γυμνά, στο φως του φεγγαριού.
Και να στέκονται εκεί κοιτώντας σε με αυθάδεια, προσκαλώντας βλέμματα, χάδια και φιλιά.
Ίσως πιο τυχερά να νιώθουν τα μαλλιά, ιδίως τα πιο μακριά. Θα νοιώσουν καλύτερα, όταν το χέρι μπορέσει να ταξιδέψει ανάμεσά τους, χωρίς κομπιάσματα και χωρίς τραβήγματα.
Και ας ήταν κάποια καλοκαιρινά τραβήγματα τόσο αξιοσημείωτα, που έλεγε και μια φίλη μου.
Τώρα μπήκαν σε μια τάξη, σε μια σειρά.
Πλύθηκαν με τα ειδικά σαμπουάν, πέρασαν από πάνω τους κρέμες, λοσιόν, ειδικές λάσπες. Υπομονετικά χτένια και νευρικά πιστολάκια τους έδωσαν σχήμα και μορφή.
Κανένα όμως δεν θα ξεπεράσει το απότομο τίναγμά τους προς τα πίσω την ώρα που βγαίναν από το νερό. Σαν άγριο ζώο, που τινάζει τη χαίτη του, βγαίνοντας από το ποτάμι, θέλοντας να διακόψει την σχεδόν ερωτική επαφή που είχε με το νερό. Πάει να πει, με τη ζωή.
Οι ώμοι διχάζονται ανάλογα με το κεφάλι που φέρουν.
Άλλοι παραμένουν ελεύθεροι αντιμέτωποι με τον αέρα και το φως και άλλοι στενάζουν κάτω από λευκά πουκάμισα και πολύχρωμα μπλουζάκια.
Οι μεν προσμένουν, έχουν την χαρά να είναι έτοιμοι για ένα βραδινό ύφασμα να τους αγγίξει ελαφρά. Τι κρίμα που εκλείπουν οι ωραίες πασμίνες και τα αέρινα σάλια!
Όλοι οι ώμοι όμως θα λαχταρούν πάντα να στεφθούν από άλλα, ξένα, χέρια.
Τα χέρια που ανασηκώνουν όλο το φορτίο του κόσμου, απλά ακουμπώντας πάνω τους.
Η μνήμη του σώματος επιστρέφει στις στιγμές που χέρια απάλυναν τον πόνο των καμένων ώμων με αναζωογονητική νιβέα, ή θαυματουργό τοτάλ! Τώρα περιφέρονται, ανασηκώνονται, σκύβουν, συνθηκολογημένοι, ηττημένοι.
Κανένας πόνος, αλλά και κανένα πάθος, πια.
Τα χέρια, αδιαφορούν.
Βλέπεις αυτά, παραμένουν διχασμένα ανάμεσα στην πλάτη του κινητού και την οθόνη, προσπαθώντας να επιμηκύνουν τους αντίχειρες ακόμα περισσότερο.
Έχουν μάθει πλέον να λειτουργούν απόλυτα αποδοτικά στις νέες απαιτήσεις που τους βάλαμε.
Σε βαθμό θαυμαστής αμηχανίας όταν δεν έχουν κάτι να κάνουν. Μια αμηχανία που παλιά συναντούσαμε κυρίως στους καπνιστές που προσπαθούσαν να το κόψουν.
Τώρα είναι μια διάχυτη κατάσταση. Το βλέπεις και αυτό στο λεωφορείο. Μόνο για μερικά λεπτά επιστρέφουμε στην παρατήρηση της πραγματικότητας, αφήνοντας το κινητό. Και σύντομα επιστρέφουμε στην οθόνη του.
Βλέπεις η πραγματικότητα έπαψε να είναι τόσο συναρπαστική όσο οι επινοημένοι κόσμοι! Κι’ όμως! Δεν είναι πολλές οι μέρες που τα χέρια αναγκάστηκαν να κάνουν και άλλα πράγματα.
Να πιάσουν, τα πετάξουν, να απλώσουν, να κλείσουν, να στρίψουν, να σφίξουν.
Αλλά και να χαϊδέψουν την άμμο, τις πέτρες, τα φρούτα
Να αφήσουν το ζουμί από το καρπούζι να κυλήσει ανάμεσά τους και με την ανάστροφη να καθαρίσουν το στόμα από τα υπολείμματα της λαιμαργίας τους.
Αλλά, τι να σου κάνουν τα χέρια. Και αυτά, εντολές εκτελούν!
Ενός μυαλού που επιτελικά γεφυρώνει αισθήσεις και επιθυμίες. Που υπολογίζει δυνατότητες και προοπτικές.
Που λαχταρά αυτά που βλέπει, αλλά παλεύει και με τις συνέπειες και τις ενοχές.
Φοβάμαι ότι αυτό είναι που υποφέρει περισσότερο. Πάλι πίσω. Πάλι δεν έκανε όλα όσα είχε φανταστεί/ελπίσει/σχεδιάσει.
Πάλι άφησε ανοικτούς λογαριασμούς με την ικανοποίηση.Το παρηγορεί η σκέψη ότι κι άλλοι, οι περισσότεροι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση.
Όχι! Καθένας τον σταυρό του τον βρίσκει βαρύτερο απ όλων.
Προσπαθεί να πιαστεί από την ελπίδα ότι, αυτή τη φορά, θα τα καταφέρει να τρέξει πίσω από το διαφυγόν θέρος.
Δεν θα τα καταφέρει. Δεν θα “κλέψει” ένα διημεράκι.
Δεν θα πάει με τα “παιδιά” στο Αγκίστρι, στα Τριζόνια, στην Τζια, στο Καστό.
Δεν θα την/τον ξαναδεί.
Τίποτα από όσα τυραννούν το μυαλό δεν θα γίνουν. Αυτό επέστρεψε περισσότερο “καμένο” από κάθε τι. Το έκαψε η απλοχωριά, που δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Ο χρόνος, που δεν κατάφερε να σταματήσει. Το στόμα της/του, που δεν φίλησε όσο ήθελε. Αλλά να ξέρεις φίλε μου ότι τα καμένα είναι το καλύτερο έδαφος για να ξαναφυτρώσει η ελπίδα.
Εκεί στα καμένα κορμιά, που τρέμουν το ξέπλυμα του χειμώνα που έρχεται, θα ξαναφουντώσει η ελπίδα, ο πόθος, η προσμονή.
Αυτά τα καμένα κορμιά θα κάνουν και πάλι υπομονή, θα υποστούν ανείπωτες ταλαιπωρίες, όσο η διαφορά με το λευκό ανάμεσα στα πόδια τους εξαφανίζεται.
Γιατί πρέπει να χαθεί, να σβήσει, να εξαφανισθεί.
Είναι ο μόνος τρόπος να την λαχταρήσουμε και πάλι.
Να αρχίσει να γίνεται επιτακτική η ανάγκη να συναντήσουμε το φως στην πιο ακραία εκδοχή του.
Τον ήλιο του Ελληνικού καλοκαιριού!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νολόγος*