ΤΟΥ Γ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
Η υστεροφημία, είναι η φήμη που ακολουθεί κάποιον όταν ολοκληρώνει το χρόνο της ενεργούς δραστηριότητάς του ή φεύγει απ’ αυτή τη ζωή και τον θυμόμαστε για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Συνήθως ενδιαφέρονται για την υστεροφημία τους όσοι είναι δημόσια πρόσωπα, δηλαδή πολιτικοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες και λοιποί επαΐοντες αντικειμένων δημοσίου ενδιαφέροντος. Σε πολλούς τέτοιους ανθρώπους αναγνωρίζεται η προσφορά ή το έργο τους, μετά θάνατον, κάτι που είναι χρήσιμο για τις γενιές που έπονται και είναι εντελώς άχρηστο για εκείνον που έχει φύγει. Γι’ αυτό οι απλοί άνθρωποι που δεν έχουν δημόσιο ρόλο, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με την υστεροφημία τους, παρά μόνο εάν αφήσουν κάτι στα παιδιά ή σε συγγενικά τους πρόσωπα, ώστε να τους μελετάνε για καλό και όχι μόνο όταν έρχεται η δόση της εφορίας…
Σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς μας στην Ελλάδα, χωρίζονται μάλλον σε δυο κατηγορίες γύρω από την έννοια της υστεροφημίας. Σ’ αυτούς που εργάστηκαν γι’ αυτή και αυταπόδεικτα την κατακτούν ακόμη κι αν υποκύπτουν σε υπερβολές και σ’ αυτούς που η ζωή τους αναγκάζει να κουβαλάνε τη φήμη τους σαν κληρονομιά ή καταναγκασμό! Τρανό παράδειγμα και επίκαιρο μάλιστα, είναι οι δυο πρώην πρωθυπουργοί Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, Μετά από κάποιες δεκαετίες στην πολιτική ζωή της χώρας, εξήντα οκτώ ετών ο ένας και εβδομήντα τρία ο άλλος, πασχίζουν για την υστεροφημία τους και μάλιστα πακέτο! Και οι δυο μαζί…
Αυτό ομολογουμένως δεν το έχουμε ξαναδεί. Εντελώς διαφορετικού περιεχομένου πολιτικές διαδρομές στην ίδια βέβαια παράταξη και εντελώς αντίθετο περιεχόμενο διακυβέρνησης της χώρας, συνδέονται στα πρόσωπα δυο ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να πουν κάτι στους πολίτες και στη βάση του κόμματος που υπηρέτησαν, χωρίς προς το παρόν να ξέρουμε τι είναι αυτό. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δε γίνεται να πιστέψει ότι είναι χολωμένοι από την κεντρώα στροφή του Μητσοτάκη, από τη χρησιμοποίηση σε κυβερνητικά πόστα πολλών ΠΑΣΟΚογενών προσώπων, ή από την ψήφιση του νόμου για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών. Ούτε ότι ανησυχούν για την απομάκρυνση της ΝΔ από τις αρχές της, με αποτέλεσμα την αύξηση των ποσοστών κομμάτων στα δεξιά της. Από την άλλη, εάν όντως είναι αυτός και μόνο ο λόγος της ηχηρής διαφοροποίησης τους από την κυβερνητική πορεία, μέσα από τον οποίον προσβλέπουν σε κάτι που οι υπόλοιποι δεν το κατανοούμε, μάλλον έχουμε να κάνουμε με αποχρώσες ενδείξεις ματαιοδοξίας και όχι υστεροφημίας. Δεν είναι τυχαίο που σε πάμπολα ΜΜΕ, εκτός από δυο τρία, εμφανίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ, στα όρια κουραστικής γραφικότητας. Κυρίως επειδή το δίδυμο που απ’ ότι φαίνεται έχουν συγκροτήσει, δεν παραπέμπει σε προβληματισμό δυο σοφών της πολιτικής, αλλά κατά ένα περίεργο λόγο, παραπέμπει σε καρικατούρες τηλεοπτικών ή κινηματογραφικών ηλικιωμένων. Ακόμη και στην κοινή γνώμη των ψηφοφόρων της κεντροδεξιάς που δεν επικροτούν 100% τις επιλογές Μητσοτάκη, αυτό το δίδυμο φαίνεται ολίγoν παράταιρο! Υπάρχει βέβαια κάτι που ενώνει και τους δυο σίγουρα και αυτό είναι ότι ο Μητσοτάκης δε θα επιθυμούσε κανέναν απ’ τους δύο στο αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας. Κάτι που οι ίδιοι παρότι σφυρίζουν αδιάφορα, το θέλουν διακαώς. Αυτό φυσικά, κακά τα ψέματα, μπορεί να μάζευε τις απώλειες της ΝΔ προς τα δεξιά, αλλά χωρίς αντίπαλο αυτή τη στιγμή, είναι διαχειρίσιμο το φαινόμενο κατά την εκτίμηση του μεγάρου Μαξίμου. Άλλωστε μπορεί να διαδεχθεί την Κατερίνα Σακελλαροπούλου ένας κεντροδεξιός πρόεδρος, χωρίς να είναι απαραίτητα ένας απ’ τους δύο. Αυτό το τελευταίο, τους ιντριγκάρει μάλλον ακόμα χειρότερα…
Γενικά στην κυβερνητική παράταξη απολαμβάνουν το χρόνο και την ευελιξία για όλα αυτά ή και για κάποια λάθη ή υπαναχωρήσεις και γκρίνιες, όσο υπάρχει η «πολυτέλεια» της έλλειψης αντιπάλου. Η ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι ενίοτε στην πολιτική αυτή η «πολυτέλεια», σου δημιουργεί γρηγορότερα τον αντίπαλο. Και τότε κλαιν’ οι χήρες, κλαιν’ κι οι παντρεμένες…