Η συνάντησή μου με τον Διονύση Σιμόπουλο ένα μουντό πρωινό του Νοέμβρη

13.08.2022 / 20:00
vgenopoulos_fanis

Με τον Διονύση Σιμόπουλο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή μετά από μια γενναία μάχη με τον καρκίνο, συναντήθηκα για πρώτη και μοναδική φορά ένα πρωινό της 28ης Νοεμβρίου του 2016, όταν είχε έρθει στην Πάτρα για να μιλήσει σε εκδήλωση της Μορφωτικής Λέσχης Κυριών.
Το ραντεβού κλείστηκε μέσω μηνυμάτων και η συνάντησή μας έγινε σε καφενείο στα Ψηλαλώνια. Πρωτοσυναντηθήκαμε στο φουαγέ του ξενοδοχείου που διέμενε κοντά στη Γούναρη και ύστερα πεζή κατευθυνθήκαμε στο καφενείο. Στο δρόμο που αποκάλυψε ότι επέλεγε κατά τις επισκέψεις του στην πόλη το συγκεκριμένο ξενοδοχείο γιατί ήταν κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσε.


Καθίσαμε στο καφενείο, παραγγείλαμε, και ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος των ηλικιωμένων θαμώνων αρχίσαμε να συζητούμε. Στη συνέντευξη είχα πάει προετοιμασμένος με όλες – θεωρούσα – τις κατάλληλες ερωτήσεις για έναν διακεκριμένο αστροφυσικό, ο οποίος μύησε τη γενιά μου στα μυστήρια του σύμπαντος μέσα από τις τηλεοπτικές του εκπομπές στη δημόσια τηλεόραση, γρήγορα όμως η συζήτηση πήρε άλλη τροπή, πιο προσωπική και χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω ο Διονύσης Σιμόπουλος, άρχισε να μου διηγείται τα χρόνια της νιότης του στην Πάτρα, την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και οι αυλές των σπιτιών μύριζαν γαζία και γιασεμί. Τα χρόνια της αθωότητας, αλλά και της πείνας της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία πείνα «δεν καταλάβαμε». Έτσι, οι ερωτήσεις μου «κάηκαν» αυτοστιγμής και η συνέντευξή μας εξελίχθηκε σε μια εξομολόγηση του Διονύση Σιμόπουλου για τη ζωή του και κυρίως για τα παιδιά και εφηβικά του χρόνια στην Πάτρα.


«Είμαι βέρος Πατρινός, για μένα η Πάτρα είναι η πόλη μου», μου είχε πει αρχίζοντας να μου περιγράφει τις πρώτες του αναμνήσεις από τη γειτονιά της Παντάνασσας, όταν ως μικρό παιδί έκανε βόλτες με ένα κόκκινο τρίκυκλο ποδηλατάκι που του είχαν πάρει οι γονείς του από το Μαρκάτο. Και λίγο μετά μου εξιστόρησε τις εξορμήσεις που έκανε με τους φίλους του και τα δυσεύρετα τσιγάρα που κάπνιζαν στο Ηλιακό στα Ψηλαλώνια, όπως και για τους καρναβαλικούς χορούς που διοργάνωνε ο σύλλογος Κυριών της Πάτρας και ο οποίος ήταν αφορμή να προσεγγίζει τα κορίτσια. Όπως επίσης για την Πόλυ Πάνου, που τη θυμόταν να βγαίνει στο παράθυρο του σπιτιού της στη Γούναρη και να τραγουδά.


Ύστερα, μπήκε στη ζωή του ο προσκοπισμός, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο τον οδήγησε στην αστροφυσική, μιας και η πρώτη του επαφή με τα αστέρια έγινε στους πρόσκοπους το 1960, όταν οι πρόσκοποι από τις ΗΠΑ που είχαν έρθει σε κατασκήνωση στον Παρνασσό του έδειξαν μέσα από το τηλεσκόπιο το σύμπαν.


Δυο χρόνια αργότερα, ο Διονύσης Σιμόπουλος θα έφευγε από την Πάτρα με το υπερωκεάνιο «Σατούρνο» για τη Νέα Υόρκη, για να σπουδάσει και 150 δολάρια στην τσέπη.


Χρόνια δύσκολα στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα οποία όμως ο Διονύσης Σιμόπουλος τα αναπολούσε, μιας και όπως μου είπε, υπήρχε μεν πείνα, αλλά δεν την καταλάβαιναν μιας και όλοι λίγο – πολύ, έκαναν τα ίδια πράγματα και έτσι δεν φαινόταν η διαφορά.


Είπαμε και άλλα πολλά εκείνο το μουντό πρωινό του Νοέμβριου σε μια συζήτηση που διήρκησε πάνω από μιάμιση ώρα.


Ήταν μια κατάθεση ψυχής από τον Διονύση Σιμόπουλο, σε έναν άνθρωπο που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του και γνώριζε ότι τα όσα έλεγε τα κατέγραφα και στη συνέχεια θα τα δημοσίευα. Και όμως δεν τον ένοιαξε. Εκείνο το πρωινό μιλήσαμε λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Αυτό που μπορώ, λοιπόν, να καταθέσω είναι ότι ο Διονύσης Σιμόπουλος είχε αυτό το «μαγικό» τρόπο να σε κάνει να νοιώθεις οικεία και άνετα. Όπως επίσης είχε την ικανότητα να διηγείται ιστορίες με τρόπο τόσο απλό και άμεσο, να πλάθει εικόνες και να μεταφέρει συναισθήματα, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες λέξεις, «χρωματίζοντάς» τες με τη φωνή του και να σε μεταφέρει σε χρόνους και τόπους που ποτέ σου δεν γνώρισες, αλλά μέσα από τη διήγησή του λαχταρούσες να δεις.


Περιττό να γράψω για την απλότητά του και την ευγένεια της ψυχής του, την οποία διαπίστωσα από μικρές κινήσεις και συμπεριφορές, καμιά φορά ανεπαίσθητες, προς το προσωπικό του καταστήματος, προς τους θαμώνες αρκετούς εκ των οποίων γνώριζε προσωπικά, αλλά και προς εμένα. Ίσως ένας τρίτος παρατηρητής στο χώρο του καφενείου, δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβει, ότι εκείνος ο ηλικιωμένος κύριος με το κοστούμι, ήταν ένας σπουδαίος επιστήμονας της αστροφυσικής με παγκόσμιες διακρίσεις. Ήταν τόσο απλός και συνάμα σπουδαίος.


Κόντευε πια να μεσημεριάσει, όταν πια τελείωσε η κουβέντα μας. Με χαιρέτησε – χωρίς να με αφήσει να πληρώσω τον λογαριασμό – και αφού κοντοστάθηκε σε μερικά τραπέζια για να μιλήσει με τους παλιούς του γείτονες, έφυγε για να πάει στον ναό του Αγίου Ανδρέα να ανάψει ένα κερί, όπως του είχε ζητήσει η αδελφή του.


Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά, αρκετή όμως για να διαπιστώσω πόσο μεγάλος Άνθρωπος υπήρξε.


Έκτοτε διατηρήσαμε διαδικτυακή επαφή κάνοντάς μου την τιμή να μου στέλνει τα βιβλία του. Θα μείνω στο βιβλίο του «Από τα Ψηλαλώνια στο φεγγάρι» όπου αφηγείται την πορεία μας προς τα άστρα και αναθυμάται σταθμούς της προσωπικής του διαδρομής. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όσους θέλουν να γνωρίσουν τον Διονύση Σιμόπουλο.

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα