Του Δημήτρη Τουλιάτου
Η Αθήνα φέτος θα φιλοξενήσει πάνω από 200 θεατρικές παραστάσεις. Ναι, καλά διάβασες, διακόσιες! Πρόκειται για έναν αριθμό που μοιάζει βγαλμένος από φαντασμαγορία και προκαλεί δέος σε κάθε θεατή που αγαπά το θέατρο και νιώθει την ευγενή επιθυμία να παρακολουθήσει όσο το δυνατόν περισσότερα έργα.
Από την άλλη, όμως, αν το σκεφτεί κανείς, αυτή η πληθώρα επιλογών σε κάνει να σκέφτεσαι και να αναρωτιέσαι, τόσο για την ποιότητα του θεάματος όσο και για το ίδιο το κοινό, που καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε μια πλημμύρα καλλιτεχνικών παραγωγών.
Πριν λοιπόν ανοίξουν οι θεατρικοί ουρανοί και γίνουμε …μούσκεμα, ας δούμε, λοιπόν, τα συν και τα πλην τους φαινομένου, καθώς και την αγωνία του θεατή που καλείται να επιβιώσει ανάμεσα σε έναν καταιγισμό θεατρικών εμπειριών.
Αρχικά να σου πω ότι το γεγονός ότι η Αθήνα έχει φτάσει να φιλοξενεί πάνω από 200 παραστάσεις φέτος είναι αναμφίβολα εντυπωσιακό.
Αποδεικνύει τον πλούτο και την ζωντάνια της θεατρικής σκηνής στην Ελλάδα, όπου οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να δημιουργούν και να εκφράζουν τις ανησυχίες και τα οράματά τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά, το έχουμε ξαναδεί. Αλλά σιγά – σιγά παγιώνεται.
Από μικροί μαθαίνουμε και μεγαλώνοντας επιβεβαιώνουμε, ότι το θέατρο λειτουργεί διαχρονικά ως καθρέφτης της κοινωνίας και οι παραστάσεις αυτές προσφέρουν μια πληθώρα απόψεων, ιδεών και συναισθημάτων.
Από αρχαίες τραγωδίες και σύγχρονα ελληνικά έργα, μέχρι πειραματικές παραστάσεις και διασκευές ξένων κειμένων, οι θεατρικές επιλογές καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα καλλιτεχνικών τάσεων και γούστων.
Οπότε μέσα σε αυτό τον καταιγισμό θεάτρου, ο θεατής μπορεί να βρει παραστάσεις που αγγίζουν τις ανησυχίες του, είτε αυτές αφορούν πολιτικά ζητήματα, υπαρξιακές αναζητήσεις, είτε απλώς την ανάγκη για ψυχαγωγία.
Και μην ξεχνάμε ποτέ ότι το θέατρο λειτουργεί ως μια δημιουργική διέξοδος τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό, προσφέροντας την ευκαιρία για προβληματισμό, ψυχική ανάταση και αισθητική απόλαυση.
Με κίνδυνο να γίνω ο βασιλιάς του αυτονόητου, μπορώ να σου πω ότι το θέατρο παραμένει μια ασφαλής βαλβίδα τόσο για την όσμωση, όσο και για την εκτόνωση της κοινωνίας.
Ναι, αλλά…
Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Πόσο εύκολο είναι να διατηρηθεί η ποιότητα όταν μιλάμε για 200 παραστάσεις σε μια μόνο σεζόν;
Είναι όοολες οι παραστάσεις καλές και άγιες; Είναι όλα τα οράματα, που έχουν ξεδιπλωθεί, υπέροχα όνειρα, ή τρομεροί εφιάλτες;
Η ανησυχία αυτή δεν είναι αβάσιμη. Όταν η θεατρική παραγωγή γίνεται τόσο μαζική, αυξάνεται ο κίνδυνος της προχειρότητας.
Πολλές παραστάσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα βιασύνης, χωρίς τον απαραίτητο χρόνο για καλλιτεχνική έρευνα και προετοιμασία. Σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως προτεραιότητα να μην είναι η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής εμπειρίας, αλλά η κάλυψη ενός χρονοδιαγράμματος ή η απόκτηση μιας θέσης σε μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική αγορά. Τα προγράμματα και οι επιδοτήσεις αποτελούν μια καλή αφορμή για την εκτροφή και …παρασίτων, δίπλα στα παραγωγικά φυτά! Οι σκηνοθέτες και οι θίασοι μπορεί να νιώσουν την πίεση να ανεβάσουν έργα γρήγορα, χωρίς τον απαραίτητο χρόνο για δοκιμές και αναλύσεις των κειμένων, κάτι που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των παραστάσεων.
Επιπλέον, οι οικονομικοί περιορισμοί μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμένα μέσα παραγωγής, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη μιας αρτιότερης θεατρικής εμπειρίας.
Με δυο λόγια, για να χωρέσουν σε μια θεατρική εβδομάδα ενός θεάτρου 5-6 διαφορετικές παραγωγές, πρέπει να γίνουν πολλοί συμβιβασμοί. Άσε που πλέον υπάρχει θέατρο από τις 9 το πρωί μέχρι τις 2-3 τη νύχτα!
Οπότε, ναι, οι 200 παραστάσεις μπορεί να είναι ευλογία, αλλά και κατάρα ταυτόχρονα, καθώς ενδέχεται να βλέπουμε θεάματα που δεν είναι έτοιμα να σταθούν στο ύψος των προσδοκιών.
Και ο θεατής;
Εδώ κάπου πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση και εκείνον για τον οποίον/α γίνονται όλα: τον έρμο τον θεατή.
Φανταστείτε ότι ένας φανατικός θεατρόφιλος αποφασίζει να δει όσο το δυνατόν περισσότερες παραστάσεις.
Ακόμα και αν πει “αντίο ζωή” και αφιερώσει κάθε δεύτερο βράδυ (!) της σεζόν στο θέατρο, θα καταφέρει να δει περίπου 100 παραστάσεις. Δηλαδή, μόνο τις μισές από αυτές που προσφέρονται.
Τι γίνεται λοιπόν; Πώς θα επιλέξει; Και εδώ ξεκινά η πραγματική αγωνία του θεατή πριν τη θεατρική αυλαία!
Το να επιλέξει κανείς ανάμεσα σε 200 παραστάσεις είναι μια πρόκληση από μόνο του.
Οι αφίσες, οι κριτικές, οι προτάσεις φίλων, τα προγράμματα φεστιβάλ… Η απόφαση μοιάζει αδύνατη.
Πώς να ξεχωρίσει κανείς την παράσταση – διαμάντι από αυτές που θα τον απογοητεύσουν;
Η υπερπροσφορά δημιουργεί σύγχυση και πίεση, κάνοντάς τον να νιώθει ότι χάνει πάντα κάτι σπουδαίο, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθεί απλώς να επιβιώσει μέσα σε αυτή τη θεατρική λαίλαπα.
Υπάρχει, όμως, και ένας ακόμα κίνδυνος: ο θεατής να συνηθίσει να καταναλώνει θέατρο όπως καταναλώνει τηλεοπτικές σειρές.
Για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό: το θεατρικό binge watching! Η συχνότητα των παραστάσεων και η απουσία ενός εσωτερικού «φρένου» στην επιλογή μπορεί να οδηγήσει σε μια επιφανειακή εμπειρία θέασης.
Το θέατρο θέλει χρόνο για να απορροφηθεί, να κατανοηθεί και να αγγίξει βαθιά τον θεατή. Όταν η κατανάλωση γίνεται μαζική, υπάρχει ο κίνδυνος το θέατρο να μετατραπεί σε μια ακόμα μορφή γρήγορης διασκέδασης, χωρίς την απαραίτητη ψυχική και διανοητική εμπλοκή.
Τελικά;
Οπότε, τι έχουμε να πούμε για αυτή την καταιγίδα θεατρικής υπερπαραγωγής;
Από τη μιά ο πλούτος και η ποικιλία είναι σημάδια μιας ζωντανής και δημιουργικής κοινωνίας, αλλά από την άλλη καραδοκούν η προχειρότητα και η υπερβολή.
Η αγωνία σου, πριν καν σηκωθεί η αυλαία, είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Και λέω “σου” και όχι “μας”, γιατί, φίλε μου, εγώ έχω στο πλάι μου τον Μιχάλη.
Και πως να χάσω!