Να πω την αλήθεια δεν το είχα προσέξει η μάλλον το ‘χα ξεχάσει, όπως νομίζω πως και η πλειοψηφία των συμπολιτών μας, δεν το έχει προσέξει πως η φύση και η θέση της πόλης μας, απλόχερα μας έχουν προσφέρει ένα μικρό θαύμα… το διαπίστωσα όμως ακόμη μια φορά, καθώς τα βήματά μου με έφεραν χθες – όπως οι παλιοί έλεγαν – στην τσίμα του μόλου.
Αυτή η εποχή με τα γλυκά δειλινά, που κάθε φορά έχουν και ένα διαφορετικό ζωγραφικό πίνακα, μας προσφέρει θαυμάσιες εικόνες είτε είμαι στην Ρομάντζα είτε στον Φάρο είτε στον μόλο.
Δεν είναι υπερβολή να πω, ότι η κάθε δύση και τις 365 μέρες του χρόνου είναι μια ξεχωριστή ζωγραφιά, ένας ακόμη ανεκτίμητος θησαυρός της πόλης μας. Κι άλλες περιοχές έχουν υπέροχη δύση και μάλιστα ιδιαίτερα προβεβλημένες σαν τουριστική ατραξιόν. Που καμία όμως σχέση δεν έχουν με την δύση της πόλης μας. Όχι δεν είναι εγωιστικό αυτό και το εξηγώ. Έχω δει την δύση της Σαντορίνης πάνω από τις στέγες της Οίας. Τουριστικό αξιοθέατο παγκόσμιας προβολή που τρέχουν κάθε δείλι να πιάσουν θέση, με κιθάρες και τραγούδια, κρεμασμένοι πάνω στις στέγες, σαν τα σταφύλια και περιμένουν να δουν τον ήλιο να πέφτει στην θάλασσα στο ορίζοντα της Μεσογείου. Κι όμως, συνήθως τους απογοητεύει, γιατί καθώς πέφτει χάνεται πριν ακουμπήσει την θάλασσα, μέσα στην υγρή αχλή που σηκώνεται από τα συνήθως αφρισμένα κύματα του Αιγαίου. Στην Πάτρα δεν υπάρχει αυτό είτε πέφτει στην θάλασσα στον πεντακάθαρο ορίζοντα πέρα από τα διβάρια του Μεσολογγίου, είτε πίσω από την Παλιοβούνα και την Βαράσοβα. Αυτές οι εικόνες μου είχαν λείψει πολύ, όταν μικρός έμενα στην Αθήνα, σε μια κεντρική συνοικία, που δεν είχε θάλασσα, δεν είχε ορίζοντα και δεν είχε δύση.
Μου έλειπε η Πάτρα, μου έλειπε ο ορίζοντας και η θάλασσα, καθώς η νέα μου γειτονιά ήταν γεμάτη ανηφόρες-κατηφόρες και στενούς δρόμους χωρίς ορίζοντα. Η θάλασσα βέβαια έχει το προνόμιο να την νοιώθεις έστω και αν δεν την βλέπεις κι εγώ την ένοιωθα καθώς την χάιδευε ο Ιλισός που πέρναγε ξέσκεπος ακόμα, από την γειτονιά μας, την αντίκριζε η Συγγρού στο τέρμα της γεμάτη βράχια και λασπόνερα και την έφερναν οι ναύτες του Αμερικάνικου στόλου που σε μεγάλες παρέες ανέβαιναν συχνά την Συγγρού, με κατεύθυνση τα μπαράκια της Πλάκας και τα καμπαρέ της πλατείας Συντάγματος.
Και τότε, μου ερχόταν στην μνήμη, η κατηφόρα της Γούναρη που έβλεπα μπροστά μου την θάλασσα και την Βαράσοβα. Μα, σε κάθε κατηφόρα, από την Τριών Ναυάρχων μέχρι και την Αράτου, έβλεπα μπροστά μου την Βαράσοβα. Άλλοτε μακρινή, γκρίζα, θολή, συννεφιασμένη και άλλοτε πολύχρωμη με καθαρή ατμόσφαιρα που όταν ήμουν στο μόλο έφθανε μπροστά μου μαζί με την Παλιοβούνα και νόμιζα πως θα τις άγγιζα. Και η θάλασσα άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε αγριεμένη από τον μαΐστρο η στα βαθιά απ’ τον βοριά. Άλλο χρώμα τα μεσημέρια, μέχρι τον κυματοθραύστη γαλάζιο έως ελαφρύ πρασινωπό και μετά τον κυματοθραύστη μπλε βαθύ σκούρο. Τα απογεύματα άλλαζε όψη, έπαιρνε – σε αυλακιές – άλλοτε το ασημί με χιλιάδες λαμπυρίζοντα αστεράκια και άλλοτε το χρυσαφί της δύσης και μετά άμα δεν είχε σύννεφα, απ’ άκρη σε άκρη άπλωνε την αγκαλιά της μια απέραντη κροκάτη γάζα, σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου… Και τέλος πίσω από την Παλιοβούνα και την Βαράσοβα, ρόδινες φλόγες αγκάλιαζαν τις γκρίζες κορυφογραμμές, μέχρι που ο ορίζοντας έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις του γκρι και απαλά το σκοτάδι αγκάλιαζε και νανούριζε την λατρεμένη μας πόλη. Κι άλλες πόλεις έχουν θαυμάσια δύση αλλά το δικό μας ηλιοβασίλεμα είναι μοναδικό, είτε πέφτει στην θάλασσα είτε χάνεται πίσω από τις ασάλευτες κορφές. Φορές-φορές – θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, έφθανε στην πόλη η μυρουδιά της θάλασσας, φορτωμένη με υγρασία, ιώδιο και αλάτι και τρύπωνε στους δρόμους, έμπαινε στα καφενεία και ουζερί της παραλίας, χανόταν μέσα στα μηχανουργεία και στα πρακτορεία. Μια ιδιαίτερη μυρουδιά που θύμιζε καΐκια δεμένα στην τσίμα του μόλου και βρεμένα απλωμένα δίχτυα. Αυτές οι εικόνες και οι μυρουδιές καθόρισαν και την φυσιογνωμία της πόλης και σπάνια συναντιούνται σε άλλα μέρη, όλες μαζί.
Και για αυτούς που φεύγουν, ακολουθώντας τους γλάρους του μαΐστρου της Μεγαλειοτάτης η τα κύματα του Οδυσσέα που τραβάνε κατά τους βράχους του Γιβραλτάρ… γράψανε πολλοί τραγούδια για τα δειλινά, που αφήνουν μόνο πίκρα στα χείλη: «Έφυγες και πήγες μακριά, σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά, σβήσαν απ΄ τα χείλη τα τραγούδια, γύρω μαραθήκαν τα λουλούδια, και τα δειλινά… Μια φωνή μου ψιθυρίζει μυστικά, δεν θα γυρίσεις πιά».
Κι εγώ βρίσκομαι ψηλά, στην κορυφή, στις σκάλες του Αγίου Νικολάου, εκεί που ανάμεσα σε ταβερνάκια και στα εναλλακτικά στέκια για φοιτητές αλλά και ουζερί με μπουκαμβίλιες, έχω την πιο ονειρεμένη θέα για την διαφήμιση της δύσης… και φέρνω στην σκέψη μου, αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν φοιτητής, συμμετείχα στις μυσταγωγίες που γίνονταν στην μπουάτ «το χρυσό κλειδί» στην Πλάκα. Η απαγγελία στους «Μοιραίους» του Βάρναλη… ήταν δική μου αρμοδιότητα κι ήταν το ποίημα που περιέγραφε την δύση με μελαγχολία και πίκρα κι έμοιαζε τόσο στην πόλη μας, σήμερα.
«Ήλιε και θάλασσα γαλάζια και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού ω της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!».