ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ
Μαζί με τα αδύνατα και ηλιοκαμένα παιδιά της γειτονιάς, με τα μαύρα γυαλιστερά μπανιερά, κάναμε βουτιές στα ρηχά θολωμένα νερά της Ψιλής και ζηλεύαμε τους μεγαλύτερους και θαρρετούς που έκαναν θεαματικές βουτιές από τους ογκόλιθους και τα μπλόκια που είχαν τοποθετηθεί για την επέκταση της προβλήτας. Δίπλα μας ήταν το καρνάγιο με τους Ρώσους καραβομαραγκούς, όπως λέγανε του Πόντιους μαστόρους, που είχαν φέρει την τέχνη των πατεράδων τους από τα παράλια των χαμένων πατρίδων του Ευξείνου Πόντου. Σκελετοί από βάρκες και ημιτελή καΐκια που με μαστοριά δουλεύονταν στην σειρά.
Οι μυρουδιές από τις καβαλίνες έκαναν χαρμάνι με τις μυρουδιές από τα τομάρια των Γενικών Αποθηκών, πάλευαν με το μαϊστραλάκι που φούσκωνε κατά το μεσημέρι και τις έδιωχνε προς τις ανηφόρες της Κανάρη, της Μιαούλη και της Καλαβρύτων.
Στους στάβλους του Δήμου που ήταν δίπλα στο τελωνείο, κοιμόταν συνήθως ο Αγγελής που είχε ένα κάρο με τρεις σιδερένιες ρόδες κι έκανε μικρομεταφορές και θελήματα. Τα ‘τσουζε γερά όμως, στην υπόγεια ταβέρνα του Σπυρόπουλου και οι γείτονες – θαμώνες τον έβαφαν με μπογιές και αυτός κατηφόριζε μέχρι τους στάβλους, τραγουδώντας, φρεσκοβαμμένος και ευτυχής. Βγαίνανε στις πόρτες τα μαστορόπουλα από τα ξυλουργεία και τα μηχανουργεία, που ξέρανε το δρομολόγιο και στήνανε υποδοχή στο πέρασμά του. Δίπλα στο μαγέρικο «Η Δημητσάνα» που από τα χαράματα σέρβιρε βραστό με ντομάτα και σκέτο, ήταν το χάνι του Γιάννη του Αλμπάνη, που είχε σταθερή πελατεία, καθώς πετάλωνε αλλά και κούρευε τα άλογα με μια μεγάλη ποδοκίνητη μηχανή. Πιο πάνω στην γωνία με Αγίου Ανδρέου, ήταν η αποθήκη του Τσιρογιάννη, γεμάτη με μπάλες τριφύλλι, σακιά με κριθάρι και βρώμη και χρωματιστούς ντορβάδες.
Παραδίπλα από το καρνάγιο, ήταν δεμένη και η βάρκα του Λάκη του Σπίνου που όταν πήγαινε για ψάρεμα στεκόταν όρθιος στην μεσαία τάβλα και απήγγειλε την «Οδύσσεια» κατά Συμεών. Ο Σπίνος ήταν νάνος και ηθοποιός, είχε δε, παίξει και σε δύο ταινίες με τον Βέγγο. Συχνά, όταν μέναμε στην Γούναρη, τον έβλεπα να ανεβαίνει κατά του Μαρούδα που έπαιζε και στο θέατρο.
Το μπούχισμα της σταφίδας
Τα σταφιδεργοστάσια, ακόμη δεν είχαν πλυντήρια και ένα υποτυπώδες πλύσιμο γινόταν με μπούχισμα από θαλασσινό νερό. Το μπούχισμα είχε και ως αποτέλεσμα να σφίγγει η σταφίδα λόγω του αλατόνερου και να μην «αμολάει» αλλά και να προσθέτει βάρος – λόγω της υγρασίας – ο έμπορος. Και έτσι ο Σώτος, με δύο τσίγκινους σύγλους στα χέρια, έκανε δρομολόγια θάλασσα-αποθήκη και μπούχιζε τους σωρούς. Και οι σταφιδεργάτες έβαζαν λαδόκολλα, έκλειναν τα κιβώτια και με πινέλο άλειφαν τα καπάκια των κιβωτίων με «ατλακόλ», βάζοντας και από πάνω ένα βαρύ σίδερο μέχρι να πάνε στην πόστα έξω στο δρόμο.
Πιο δίπλα στην γωνία με Τσαμαδού, ήταν μια βρύση, στην οποία ξεδιψάγαμε από το τρεχαλητό που κάναμε ανάμεσα στις πόστες και τα κάρα. Μαζί μας ξεδίψαγαν και τα ιδρωμένα άλογα που αφρίζανε από το αγκομαχητό, καθώς ήταν η εποχή που τα δρομολόγια δεν είχαν σταματημό. Οι καροτσέρηδες, καταβρέχανε και τις ξαναμμένες ρόδες, ειδικά τα «φανάρια» στην μέση που τραβάγανε και όλο το ζόρι.
«Θαλάσσιος Λέων»
Ο Σώτος, έκανε και άλλη δουλειά που κινδύνευε όμως τώρα να την χάσει. Συμμετείχε στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα του πορθμείου του Σ.Ε.Κ. με τίτλο «Θαλάσσιος Λέων» που έκανε το δρομολόγιο Πάτρα-Κρυονέρι. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει την κατάργησή του, οι φορείς υπέβαλαν τις διαμαρτυρίες τους, όπως το «Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριο» που ανέφερε «Δια τηλεγραφήματός μας προς τους αρμοδίους Υπουργούς αντετάχθημεν εις τας ενεργείας των ιδιοκτητών των πορθμείων Ρίου-Αντιρρίου όπως καταργηθή το εκτελούν την συγκοινωνίαν Πατρών –Κρυονερίου πορθμείον των Σ.Ε.Κ. «Θαλάσσιος Λέων», το οποίον εξυπηρετεί άριστα την επιβατικήν και εμπορικήν κίνησιν της πόλεώς μας». Όμως οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί καθώς δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα στο στενό Ρίου- Αντιρρίου, που αποκτούσε συνεχώς αυξανόμενη δυναμική στην σύνδεση των δύο πλευρών.
Οι εξελίξεις επίσης, έτρεχαν και στα καράβια που είχαν δρομολογηθεί για την σύνδεση Πάτρας- Μπρίντεζι. Και ο Σώτος ανησυχούσε, καθώς τα πλοία των εταιρειών HML/ADRIATICA ( EGNATIA και APPIA ) αποκτούσαν όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο. Και εκ του λόγου αυτού το ΑΙΓΕΥΣ του οποίου ήταν βασικός βαστάζος δηλαδή μπαμπότης και καβοδέτης, μετρούσε ήδη τα τελευταία του δρομολόγια που φαίνονταν σαν κατάλοιπο κάποιας άλλης εποχής. Το ΑΙΓΕΥΣ έκανε το δρομολόγιο Πάτρα – Ιθάκη –Φρίκες – Βασιλική – Αστακό – Κάλαμο – Μύτικα – Μεγανήσι – Λευκάδα – Πρέβεζα – Πάργα – Παξούς – Κέρκυρα – Βρινδήσιον.
Έβρισκε διέξοδο όμως, καθώς προμήθευε τα καΐκια με στουπιά που ήταν απαραίτητα για το καθάρισμα από τις μουτζούρες των πετρελαιομηχανών και των εργαλείων. Έβρισκε τα καλύτερα γιατί είχε φίλο τον Λιακόπουλο, που ήταν τέρμα Σαχτούρη και έφτιαχνε στουπιά από κλωστές της Πειραϊκής-Πατραϊκής, και έτσι ο Σώτος διάλεγε και με τσουβάλια τα μοίραζε στα καΐκια και με την ευκαιρία έκανε και τον μεταπράτη στα μηχανουργεία της παραλιακής, φθάνοντας μέχρι την Καρόλου και τα Ιταλικά.
Στα καΐκια, κουβάλαγε και τον τριμμένο πάγο με ένα ξύλινο κάρο με σιδερένιες ρόδες που είχε παρκαρισμένο σε ένα οικόπεδο, στην Μπουμπουλίνας, για έκτακτες περιπτώσεις. Τέρμα Τριών Ναυάρχων γινόταν η διακίνηση του πάγου και είχαν μια χειροκίνητη μηχανή του πάγου με το μεγάλο σιδερένιο βολάν, που τον έκανε τρίμα. Φέρνανε τις παγοκολόνες από του Δημογιαννόπουλου και του Κακούρη, γέμιζαν τις ψαροκασέλες με τρίμα και γέμιζε ο Σώτος αλλά και άλλοι τα κάρα τους. Γινόταν και διανομή σε παγοπώλες που γύρναγαν στις γειτονιές και μοίραζαν μισές και τέταρτα, βάζοντας στα μανίκια τους κομμάτια από σαμπρέλες. Πανδαιμόνιο γινόταν στην μοιρασιά, γιατί όλοι βιάζονταν για να προλάβουν διπλά και τριπλά δρομολόγια.