Του Θανάση Κούστα
Το λεωφορείο ξεκίνησε από τον Άγιο Κωνσταντίνο το πρωϊ και ήταν γεμάτο από κόσμο και με 5-6 όρθιους που την έβγαζαν εναλλαξ στα σκαλιά. Πολλές οι στροφές και ατελείωτες οι ώρες με μία στάση στον Ισθμό και άλλη μία στην Λυκοποριά, στο ισόγειο καφέ ενός παραλιακού ξενοδοχείου. Η ζέστη ανυπόφορη δυνάμωνε τις μυρουδιές που έκαναν βόλτες ανάμεσα στα καθίσματα και ο διπλανός μου που δεν σταμάταγε να χαϊδεύει το κόκκινο SANTE με την ξανθιά κοπέλα στο καπάκι. Και κάθε τόσο παφ-πουφ και ντουμάνι η καπνούρα από τις ρουφηξιές του άφιλτρου, γεμίζοντας με «γόπες» το τασάκι που ήταν στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος, πάνω από τις σακούλες… δια παν ενδεχόμενο.
Το απόγευμα φθάσαμε στο πρακτορείο του Γκιόκα στη πλατεία Τριών Συμμάχων. Ζέστη και στην Πάτρα, άπνοια και κουφόβραση και μαζί με την θείτσα που με παρέλαβε, ανηφορίσαμε στην Κολοκοτρώνη. Γνώριμα σπίτια, διώροφα με σκαλιστά φουρούσια και περίτεχνα κάγκελα στα μπαλκόνια άλλα και μικρά με πόρτες ανοιχτές και πολυθρόνες με χοντρές έξω στο πεζοδρόμιο, που νόμιζαν πως δροσίζονται περιμένοντας αργά το κατεβατό από το κάστρο. Ο Σπαλιάρας μαγείρευε γίγαντες και στιφάδο και αρωμάτιζε την ανηφόρα μέχρι την Δερβενακίων και ο Στριφτούλιας κατάβρεχε το πεζοδρόμιο να κατακάτσει η σκόνη και η μεσημεριανή λάβρα..
Αυτή η γειτονιά συνόδευε συχνά τα όνειρά μου, καθώς με αγαλλίαση ονειρευόμουν τον μπάρμπα μου να πίνει το ουζάκι του στο καφενείο του Στριφτούλια κι εγώ να του κλέβω το σαρδούνι από τον μεζέ και μετά να με χαρτζιλικώνει για το κέρασμα με ένα παγωτό χωνάκι με εκείνη την αλησμόνητη γεύση της κρέμας από την μηχανή της «Στρούγκας» στην απέναντι γωνία.
Το σπίτι της θείτσας στην γωνία Κολοκοτρώνη και Υψηλάντου ήταν φιλόξενο, όπως το ήξερα, δεν είχε αλλάξει, μόνο το πάτωμα των δωματίων τώρα ήταν έντονα κίτρινο, καθώς πρόσφατα το είχε περάσει με ένα σφουγγάρι με ανιλίνη νερού, όπως πολύ συχνά έκανε για να το διατηρεί φρέσκο όπως έλεγε. Μόνο στo σαλόνι, σε μια γωνιά είχε προστεθεί μια ντιβανοκασέλα για την φιλοξενία μου. Δίπλα στον τοίχο είχε κρεμάσει μία «πάντα» με τον Σουλτάνο που κάπνιζε ναργιλέ και χάζευε τις χανούμισσες που έριχναν τα χαρτιά και τον καφέ καθώς κάπνιζαν και χόρευαν γύρω του. Ήταν μια μεγάλη που είχε σαν εικόνα ένα καβαλάρη πρίγκιπα που έβγαινε από ένα μεγάλο πύργο. Η θείτσα είχε δύο μονά κρεβάτια σιδερένια με στριφογυριστά νικελένια κεφαλάρια και σωμιέ, που είχε κατασκευάσει προπολεμικά ο Μιντιλογλίτης που ‘χε το εργοστάσιο κλινών στην Γεροκωστοπούλου.
Η γειτονιά αυτή στο Βλατερό όπως την είχα αφήσει και στα στενά δρομάκια πάνω από την Υψηλάντου, η ζωή κυλούσε με αργούς ρυθμούς. Είχε ένα ιδιαίτερο χρώμα με τα ασβεστωμένα πεζοδρόμια και τους χρωματιστούς τοίχους που ‘χαν αντικριστά πόρτες, μπαλκόνια και παράθυρα. Στην Δερβενακίων, χαρακτηριστική η παρουσία της Ελενάρας που μαζί με την αδελφή της Ειρήνη και με τον Γιάννη που έκανε χρέη «τσατσάς», είχαν το πασίγνωστο «μπορντέλο» που τελικά το έκλεισε η Αστυνομία και εξόρισε από την Πάτρα την Ελενάρα, για πέντε χρόνια. Η αφορμή ήταν ένα μαχαίρωμα σε Αμερικάνο ναύτη που έγινε έξω από το «σπίτι». Τα αίτια όμως ήταν ότι η Ελενάρα μάζευε μαθήτριες και τις έβγαζε στο κλαρί. Για να τις δοκιμάζει δε αν κάνουν για το επάγγελμα, καλούσε ως δοκιμαστές τους γειτόνους με αποτέλεσμα να έχει προκαλέσει οικογενειακές τραγωδίες. Και στο τέλος στράφηκε σε μαθητές που από τα γύρω χωρία έμεναν σε νοικιασμένα δωματιάκια για να πηγαίνουν στο πρώτο γυμνάσιο…
Είχα επιθυμήσει την ριγανάδα της θείτσας που έβαζε μπόλικο λάδι, ξύδι, αλάτι, ρίγανη και τριμμένη ντομάτα σε τραγανή φρίξα με μία λαχταριστή γεύση που δεν ξεχνιέται ποτέ. Ο μπάρμπας μου κάθε μεσημέρι, πριν το γιόμα, έπινε το ουζάκι του στου «Στριφτούλια» συντροφιά με δύο σαρδούνια για μεζέ. Τις περισσότερες φορές παρέα με τον κ. Νικολάκη που σχόλναγε νωρίς-νωρίς από το εμπορικάκι του Μαρκάτου που δούλευε υπάλληλος. Κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος μονίμως ακόμη και στην ντάλα του Αυγουστιάτικου μεσημεριού, τον έφερα ακριβώς στην μνήμη μου πολύ αργότερα που ήταν ακριβώς ίδιος όπως τον περιγράφει ο Κοσμάς Πολίτης στο βιβλίο του «Το Γυρί».
«…ο κύριος Νικολάκης ξεκινούσε στις εφτάμιση κάθε πρωϊ, διακριτικός, πατώντας ακροπόδαρα ώσπου έβγαινε στο δρόμο. Από την οδό Καλαμογδάρτη, την Τριών Ναυάρχων και την οδό Υψηλάντη έφτανε κατά τις οχτώ μπροστά σ’ ένα εμπορικάκι, στο πάνω μέρος της οδού Ερμού, αυτό που λένε το Μαρκάτο. Ένα μαγαζάκι με δύο μέτρα πρόσοψη και ως τέσσερα στο βάθος. Ντρίλια, σκούφοι, μπατανίες κι άλλες τέτοιες πραμάτειες. Ήταν ο μοναδικός υπάλληλος. Κατάβρεχε το πάτωμα του μαγαζιού, το σάρωνε με τόση επιμέλεια που τον απόπαιρνε το αφεντικό του. –Φτάνει πια κύριε Νικολάκη! Να κοιτάξομε και την δουλειά μας!… Τον μεταχειριζόταν για θελήματα, να πάει ένα δέμα στο σταθμό, κάποιο γράμμα στο ταχυδρομείο, να κάνει κάποιο ψώνι στον μπακάλη. Τις άλλες ώρες χειμώνα-καλοκαίρι, ο κύριος Νικολάκης τις περνούσε καθισμένος πάνω σε μία καρέκλα έξω από το μαγαζί, κάτω από τη βόλτα της στοάς, κράχτης για πελατεία. Κάθε τόσο καλούσε η τρεμουλιαστή φωνή του. –Ορίστε, περάστε…»
Η Πάτρα όμως είχε αλλάξει, πάνω από τα μουχλιασμένα κεραμίδια, υψώνονταν πολυκατοικίες. Όπως και στην Αθήνα κυρίευαν την πόλη και παντού υπήρχαν μπάζα, μεγάλες γούβες, βρεγμένα χώματα, μπετονιέρες, σιδερένια καροτσάκια και σκαλωσιές.
Το Βλατερό όμως άντεχε, είχε τους δικούς του ρυθμούς και η γειτονιά είχε τα δικά της χρώματα, μυρουδιές και ήχους. Κάθε απόγευμα, ντάλα ο ήλιος, κατέβαινε από τα στενά δρομάκια του Βλατερού ο φιστικάς, με την λευκή ποδιά του κι ένα μονόμπατο καλάθι γεμάτο φιστίκια και στράγαλα. Κατέβαινε γρήγορα την Κολοκοτρώνη για να προλάβει τους ανταγωνιστές στον φάρο και τα καφενεία της παραλίας.