1929: Οι Πατρινοί ανηφορίζουν στο Γηροκομειό

13.08.2021 / 21:00
CPPEL 1.212

Επιμέλεια: Φάνης Βγενόπουλος

Το Σάββατο 17 Αυγούστου 1929, ο «Νεολόγος» των Πατρών δημοσιεύει στην πρώτη του σελίδα χρονογράφημα, ανώνυμου συντάκτη που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ένας», με τον τίτλο «Εντυπώσεις στο Γηροκομειό». Στο κείμενο περιγράφεται η επίσκεψη του συντάκτη μαζί με έναν ξένο φιλοξενούμενό του, το βράδυ της παραμονής της Παναγίας, δηλαδή της 14ης προς την 15η Αυγούστου στη Μονή της Παναγίας στο Γηροκομειό, και καταγράφεται με τρόπο χιουμοριστικό αλλά και επικριτικό, τα όσα συνέβαιναν έξω και μέσα από το μοναστήρι από τους πατρινούς εκείνης της εποχής.

Η απόφαση

Η εξιστόρηση ξεκινά με τον συντάκτη του κειμένου να ανακοινώνει στον φιλοξενούμενό του ότι «απόψε θα πάμε να ιδής πως γλεντάμε εμείς οι ρωμηοί στα πανηγύρια μας!». Και συνεχίζει την περιγραφή γράφοντας: «Και χωρίς να τον αφήσω να αποτελειώση μια φράσι που ήθελε να καταλήξη σε αντίρρησι, εφώναξα ένα ταξί και τον ανέβασα επάνω. Κόντευε 11 η ώρα».

Η περιπέτεια της μετάβασης και ο οδηγός ταξί

Τα όσα περιγράφει ο συντάκτης για τη μετάβαση του ίδιου και του φίλου του στη Μονή του Γηροκομείου, μας δίνουν μια χαρακτηριστική εικόνα, τόσο για τις υποτυπώδεις οδικές υποδομές της εποχής, όσο και για την οδηγική συμπεριφορά των τότε λιγοστών οδηγών.

«Η κίνησις προς το Γηροκομειό στο ζενίθ της. Σειρές ολόκληρες από αυτοκίνητα να πηγαινορχούνται. Είχαμε φθάσει στον Άη – Λιά. Εκεί κάποιο λεωφορείο αγκομαχούσε να προχωρήση και μας απέκλειε το δρόμο. Ο σωφφέρ εστενοχωρείτο γαιτί δεν μπορούσε να προχωρήση για να τελειώση μια ώρα γρηγορότερα.

– Κουνήσου λιγάκι, ρε χελώνα! Φωνάζει στο συνάδελφό του του λεωφορείου.

Καμία απάντησις. Η ίδια πορεία.

– Ρέ μάπα, θα μας ξημερώσης εδώ χάμου! Επαναλαμβάνει.

Τίποτε και πάλιν. Ο οδηγός μας τότε εκαπριτσαρίσθη και σαν να μην είχε καμμία ευθύνη για τους επιβάτες του, εβάρεσε στα ούλα, επωφεληθείς από ολιγόποντο λοξοδρόμημα του λεωφορείου. Ακούγεται ένα στιγμιαίο γκράχ – γκρουχ και ενομίσαμε πως επάθαμε βλάβη.

– Δεν είνε τίποτε, παιδιά! Μας λέγει καθησυχαστικά ο σωφφέρ. Τα φτερά βρήκαν στο λεωφορείο!

Πάλι καλά, είπα, που δεν «βρήκε» μύτη. Χίλιες δόξες νάχη η τύχη!

Βρισκόμαστε μπροστά στις «κορδέλες». Ιλιγγιώδης ανηφορισμός με ταχύτητα στην συνειθισμένη, του φάϊρόκ δηλαδή.

Προβολείς απ’ εμπρός, προβολείς από πίσω. Στραβομάρα απ’ όλα τα σημεία. Χίλιοι κίνδυνοι. Ο σωφφέρ το χαβά του. Τρέχει αδιάκοπα.

– Βρέ χριστιανέ, θα μας πετάξης, του λέμε.

– Α! ουλα κι ούλα, μας παρατηρεί με θυμό. Μη συνεμπαίνετε στο τιμόνι!

[…] Στα μέσα του ανηφόρου μας κόβεται η ζωή από ένα απότομο τράνταγμα. Το τι συνέβη, το καταλάβαμε από μερικές βλαστήμιες του οδηγού μας προς τον άλλον που δεν εκορνάρισε στη στροφή και κόντεψαν να σπάσουν κι’ οι δυό «τα μούτρα τους» – κατά την επαγγελματική τους διάλεκτο. […] Προχωρούμε. Σε μια άλλη στροφή είχε κάποιο ταξί «τουμπάρει» στο χανδάκι. Ευτυχώς δεν είχε επιβάτες. Πειό πάνω ένα λεωφορείο είχε σταματήσει από κάποια βλάβη. Εμπόδιο κι’ αυτό για το δρόμο μας και αφορμή νέων… φιλοφρονήσεων εκ μέρους του «παιδιού» μας προς τον συνάδελφό του.

Ο εκκωφαντικός αλαλαγμός και οι «αγκωνισθάς»

Στο χρονογράφημα δίνεται μια χαρακτηριστική εικόνα της εποχής, για το λαϊκό πανηγύρι που στηνόταν έξω από τη Μονή, εκείνο το βράδυ. Όπως γράφει ο ανώνυμος συντάκτης: «Επί τέλους, έπειτα από πολλές νέες συγκινήσεις, εφθάσαμε επάνω στο μοναστήρι και εξεπεζέψαμε ανάμεσα σ’ έναν εκκωφαντικό αλαλαγμό αυτοκινήτων, οργάνων, κόσμου, ζώων κλπ κλπ. […] Σηκωνόμαστε και βαδίζουμε για κει (σ.σ. για την είσοδο της Μονής). Φθάνουμε μπροστά στους Αγίους Πάντας και ζητώ την συνδρομή τους για να κατορθώσουμε να βγούμε από την ανθρωποπλημμύρα που μας έσφιγγε διαρκώς σαν νάθελε να μας λυώση. Σπρωξιές αποδώ, σπρωξιές από ‘κει. Αλλοίμονο από τους δυστυχισμένους εκείνους που δεν είχαν γερά χέρια. Αφήνω τα ξεφωνητά από τα πατήματα των κάλων κλπ. […] Μερικοί στέκονται ή σπρώχνουν επίτηδες στην είσοδο για να δοκιμάζουν τη συγκίνησι της επαφής! |Διακρίνω μέσα σ’ αυτούς και μερικούς «αγκωνιστάς». Είναι οι οπαδοί της νέας επινοήσεως: της αφής δια του αγκώνος. Δεν τους ξέρετε, βέβαια, όλοι, διατί είνε η «τελευταία λέξις» της παληανθρωπιστικής εξελίξεως. Κάποιος τους έννοιωσε φαίνεται και γι’ αυτό ακούμε σε λίγο: «Βρε παληάνθρωποι, για προσκύνημα ήλθατε σεις ή για ρεζιλήκια!»

– Θεός σχωρέσοι τον πατέρα σου! Πετιέται ένας και λέει. Πέστους τα!…

Δεν ξέρω σε πόση ώρα κατωρθώσαμε να φθάσουμε στην εικόνα. Ξέρω μόνον ότι όταν εγυρίσαμε στο μέρος «πανηγυρίστρας» είχαν περάσει προ πολλού τα μεσάνυχτα…»

Το συμπέρασμα του μουσαφίρη

Το αφήγημα του «Νεολόγου» των Πατρών που δημοσιεύθηκε πριν από 92 χρόνια, καταλήγει με ένα πικρό συμπέρασμα. Όπως αναφέρει:

«Καθήσαμε να πάρουμε τίποτα με τον δυστυχισμένο μουσαφίρη μου, τον οποίον αληθινά είχα λυπηθή. […] Μόλις αρχίσαμε να παίρνουμε κάτι, άρχισαν γύρω μας λατέρνες, φωνογράφοι, γρατσουνίσματα βιολιών, βραχνοί και άγριοι λαρυγγισμοί μεθυσμένων, βλαστήμιες, νταϊλίκια, τρόποι χασικλίδικοι, ουρλιάσματα μικρών παιδιών, γκαρίσματα γαϊδάρων, διαλαλήματα πωλητών, τσίκνες διάφορες, βρώμα από της εξατμίσεις των αυτοκινήτων, σκόνη και χίλιες δυό άλλες αηδίες. […] Τότε ο ξένος μου δεν εβάσταξε πειά. Πέταξε το ποτήρι του από τα χέρια του και σηκώθηκε με αγανάκτησι:

– Πάμε να φύγουμε. Δεν βαστώ πειά: μου λέει.

– Στάσου να πάρουμε ένα ταξί.

– Καλύτερα με τα πόδια μας. Πάμε

Ήρθαμε στην πόλι. Όταν εχωριστήκαμε, αντί αποχαιρετισμού, τι νομίζετε πως μου είπε; Να:

– Έτσι γλεντάτε στον τόπο σας; Σας συλλυπούμαι, φίλε μου!

Θα του απαντούσα εξ ονόματος όλων μας «ευχαριστούμε, παρομοίως», αλλά με κράτησε κάποια φωνή πούλεγε:

– Μην συγχύζεσαι, νεοέλληνά μου. Ο ξένος σου δεν έχει άδικο!».

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα