1909-Αλισσός: Οι λήσταρχοι σκοτώνουν δυο αδέλφια-Η συγκλονιστική μαρτυρία

13.02.2022 / 17:50
3d99208a48cee6ee0de175facf7bf43e-ink

Επιμέλεια: Φάνης Βγενόπουλος

Μια αιματηρή απόπειρα ληστείας συγκλονίζει το καλοκαίρι του 1909 την τοπική κοινωνία. Θύματα των τριών οπλοφόρων ληστών είναι δυο αδέλφια, ηλικίας 30 και 35 ετών, οι οποίοι έμεναν στον Αλισσό της Πάτρας και διατηρούσαν κατάστημα. Κίνητρο της ληστείας ήταν τα χρήματα που είκαζαν οι δράστες ότι είχαν στο σπίτι τους τα δύο ατυχή αδέλφια. Οι δράστες, όταν δεν κατάφεραν να βρουν τα λεφτά που ήλπιζαν, τους ξυλοκόπησαν άγρια, τους πυροβόλησαν και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή. Ο ένας από τους δύο αδελφούς, βαριά τραυματισμένος από τα πυρά των ληστών (ο άλλος πέθανε επί τόπου), μίλησε στο δημοσιογράφου του «Νεολόγου» των Πατρών, από το κρεβάτι της κλινικής στην Πάτρα όπου νοσηλευόταν και έδωσε πολλές λεπτομέρειες τα όσα τραγικά συνέβησαν εκείνο το βράδυ της 21ης Αυγούστου.

Την Κυριακή 23 Αυγούστου 1909, ο «Νεολόγος» φιλοξενεί ψηλά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας εκτενές ρεπορτάζ με τίτλο: «Άγρια ληστεία μετά φόνου έξωθι των Πατρών – Τρεις οπλοφόροι κατά δύο αδελφών – Τους έδεσαν, τους ηπείλησαν, τους ετυράννησαν αγρίως και τους επυροβόλησαν – Εις νεκρός και εις επιθανάτιος – Όλαι αι λεπτομέρειαι».

«Τέρατα υπό μορφή ανθρωπίνην»

Στην εισαγωγή του ρεπορτάζ, ο συντάκτης προχωρά σε ορισμένες κρίσεις αναφορικά με το έγκλημα, συγκρίνοντας τους δράστες με τους λήσταρχους της Στερεάς και της Θεσσαλίας, οι οποίοι εκείνη την περίοδο δρούσαν ως «κράτος εν κράτει» στις παραπάνω περιοχές. Ακόμη ασκεί κριτική στον αστυνομικό του Αλισσού, ο οποίος τότε όπως διαβάζουμε απήχε δύο ώρες από την Πάτρα. Ιδού τι έγραφε ο «Νεολόγος» των Πατρών εκείνη την ημέρα:

«Μία από τας όχι συνήθεις ληστρικάς πράξεις, τουλάχιστον δια την περιφέρειαν του δήμου Πατρέων, εξετυλίχθη το εσπέρας της προχθές εις το μόλις δίωρον απέχον των Πατρών χωρίον Αλισσός.

Η ληστρική αυτή πράξις, ην κατωτέρο εν πάση λεπτομερεία αφηγούμεθα ενέχει την αγριότητα εκείνην η οποία απαντάται μόνο εις τας τρομακτικάς εκείνας σελίδας των ληστρικών κατορθωμάτων των απαισίας μνήμης βασιλέων των ορέων της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Οι αναγνώστες θα ίδωσιν εν τη αφηγήσει της πράξεως, όλην εκείνην την αγριότητα, και όλη την θηριωδίαν την οποία τέρατα υπό μορφή ανθρωπίνην, έχουσι ερριζωμένην εις τας φαύλους και κακούργους ψυχάς των.

Δια μίας ξηράς ξηροτάτης αναφοράς ανήγγειλε χθες την πρωίαν ο εν Αλυσσώ αστυνομικός σταθμάρχης προς την ενταύθα Μοιραρχίαν, ότι την παρελθούσαν νύκτα δύο άγνωστοι οπλοφόροι συλάβοντες τους αδελφούς Ιωάννην και Αρίστον Π. εζήτησαν παρ’ αυτών χρήματα και επί τη αρνήσει των επυροβολήθησαν επανειλημμένως υπό των αγνώστων και ο μεν πρώτος εφονεύθη, ο δε δεύτερες ετραυματίσθη θανασίμως. Οι άγνωστοι μετά τούτο αφήρεσαν 4 γραμμάτια Εθνικής και Αθηναϊκής Τραπέζης εις τας οποίας είχον καταθέσει οι αδελφοί 8.000 δραχμάς και απήλθον. Αυτά ξηρότατα αναγγέλλει η αναφορά του σταθμάρχου, ενώ τα γεγονότα εν ταις λεπτομερείαις των δίδουσι την εικόνα άγριας σκηνής και πρωτοφανούς ληστείας.»

Το σκηνικό του εγκλήματος

Ο συντάκτης του «Νεολόγου», προτού προχωρήσει στην εξιστόρηση των δραματικών γεγονότων, περιγράφει το σκηνικό του εγκλήματος και δίνει πληροφορίες για τα δύο θύματα, ως εξής: «Εις το κέντρον σχεδόν του χωρίου Αλισσός ευρίσκεται το παντοπωλείον των αδελφών Ιωάννου και Αριστείδου Π. το οποίον και διήυθυνεν ο Ιωάννης. Το μαγαζείον αυτό ευρισκόμενον εις κεντρικήν οδόν δεν έχει άνωθεν άλλον όροφον, αλλά παραπλεύρως αυτού ευρίσκεται ανώγειος οικία των αυτών αδελφών Π.».

«Ήρθαμε να μας δώστε λίγα από τα λεπτά που έχετε από τη φτωχολογιά»

Στο ρεπορτάζ δίνονται λεπτομέρειες για το φονική ληστεία και μεταφέρονται ο διάλογοι που είχαν τα δύο αδέλφια με τους τρεις ληστές. Το βράδυ της Παρασκευής, λοιπόν, ο ένας αδελφός, ο Αρίστος, που βρίσκεται στο σπίτι του, δίπλα από το μαγαζί, αντιλαμβάνεται ότι έξω υπάρχουν άνθρωποι και βγαίνει στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται, όπου αντικρίζει: εις τον προαύλιον τρεις αγνώστους ωπλισμένους με αρμάθες μικρών φυσιγγίων και με όπλα» και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

«-Τι είνε ρε παιδιά; Ερωτά ο Αρίστος Π. έκπληκτος.

– Τι θάνε ρε; Άνθρωποι είνε απήντησαν οι οπλοφόροι, οι οποίοι και ανήλθον την κλίμακα.

– Που είνε ρε, ο αδελφός σου;

– Κάτω στο μαγαζί, τι τρέχει;

– Τίποτα δεν τρέχει, ήρθαμε να σας κάμωμεν επίσκεψι και να μας δώστε λίγα απ’ εκείνα τα λεπτά που έχετε από τη φτωχολογιά.»

Οι 5.000 δραχμές

Όπως μας έχει πληροφορήσει, νωρίτερα, ο συντάκτης τα δύο αδέλφια έχουν στην κατοχή τους το ποσό των 5.000 δραχμών, καθώς την ίδια ημέρα ο Αρίστος έχει μεταβεί στην Πάτρα και έχει πουλήσει σταφίδες. Τα χρήματα αυτά, τα έχει δώσει κατά την επιστροφή του από την πόλη, στον αδελφό του Ιωάννη,  ο οποίος «έθεσεν εις το θυλάκιον του πανταλονιού του».

Συνεχίζοντας την εξιστόρηση, οι δύο οπλοφόροι ληστές – ο τρίτος πήγε να παραφυλάξει – μετά το διάλογο που είχαν με Αρίστο, μπαίνουν στο κατάστημα που βρίσκεται ο Ιωάννης και συμβαίνουν τα εξής: «Μόλις ενεφανίσθησαν οι δύο λησταί εις τον μαγαζείον, διέταξαν αμέσως τον Ιωάννην Π., να κλειδώση την θύραν, η οποία επειδή το μαγαζείον επεκοινώνει δια του οπίσθιου μέρους μετά της οικίας, εκλειδώνετο πάντοτε έσωθεν. Εις την διαταγήν αυτή ο Ιωάννης Π. αντελήφθη τον κίνδυνον και εντέχνως βγάζει εκ του θυλακίου του το δέμα των 5 χιλ. δρ. και αφίνει αυτό να πέση επί του δαπέδου του μαγαζείου, εν ω ταυτοχρόνως προχωρεί και κλειδώνει την θύραν».

«Φέρτε τα ρε όλα αυτά τα χαρτιά εδώ να τα κάψουμε που γδένετε τον κόσμο μ’ αυτά»

Οι δύο ληστές έδεσαν και τα δύο αδέλφια, καθώς το μεταξύ είχε κατέβει και ο δεύτερος αδελφός να δει τι συμβαίνει, και στη συνέχεια με τη βία τους οδήγησαν στο σπίτι τους, με σκοπό φυσικά να βρουν τα χρήματα. Να πως περιγράφει τη σκηνή ο «Νεολόγος» των Πατρών:

« – Εμπρός! Απάνω στο σπήτι τώρα! Είπεν ο εις των ληστών.

Και οι δέσμιοι αδελφοί μετά των οπλοφόρων ανήλθον εις το σπήτι.

– Εμείς ρε, ήρθαμε, ήρχισαν τότε οι λησταί, να μας δώσετε 10 χιλ. δραχμές από ‘κείνα τα λεπτά που μαζεύετε απ’ τη φτωχολογιά κ’ απ’ τον ένα και απ΄τον άλλον.

– Βρε παιδιά δεν έχουμε λεπτά όπως φανταζώστε, απήντησεν ο έτερος των δύο αδελφών. Ό,τι λπετά έχουμε τα έχουμε σκορπισμένα στον κόσμο που επορευόμαστε. Δεν έχουμε στο σπήτι χρήματα.

– Αφήστε μας, είπεν ο Αρίστος, να εξοικονομήσουμε 1.000 ή 1.500 δραχμές και να σας δώσουμε, αλλά 10.000 που να τες εύρουμε.

– Θα τες βρήτε ρε απήντησεν ο έτερος των ληστών, και αν δεν ήνε 10 χιλ. ας ήνε 8. Τι θα κάμης εσύ ρε, προσεθήκεν αποτεινόμενος προς τον δέσμιον Αρίστον, σαν θα πάρουμε τον αδελφό σου αιχμάλωτο στον Ξηρόκαμπο. Θα τα στείλης τα λεπτά, αλλοιώς θα σου στείλουμε το κεφάλι του.

– Πες ρε, λέγει αμέσως ο άλλος ληστής, που έχετε τα λεπτά, γιατί στα τίναξα τα μυαλά.

Και λέγων αυτά, θέτει την κάννην του όπλου του εις το στόμα του Αρίστου.

– Να σας δείξουμε λοιπόν να πιστέψετε είπε τότε ο Αρίστος.

Και πλησιάσας έλαβεν ένα στίβον διάφορα συμβόλαια και γραμμάτια ως και βιβλία καταθέσεων εις τα Τράπεζας Εθνικήν και Αθηναϊκήν τεσσάρων χιλιάδων δρ. εις εκάστην και τα παρουσίασεν εις τους ληστάς.

– Αυτά είνε τα χρήματα που έχουμε σκορπισμένα εις τον κόσμον, προσθέθηκεν ο Ιωάννης.

– Φέρτετα ρε όλα αυτά τα χαρτιά εδώ να τα κάψουμε που γδένετε τον κόσμο μ’ αυτά».

Τα τυφλά χτυπήματα και η εκτέλεση

Οι ληστές δεν πείθονται από τα όσα τους λέγουν τα δύο αδέλφια και για να βρουν τα χρήματα, κάνουν άνω – κάτω το σπίτι. Όταν δεν βρίσκουν τίποτα, τότε μανιασμένοι αποφασίζουν να τους εκτελέσουν. Όπως γράφει ο «Νεολόγος» των Πατρών:

«Εν τούτοις παρά τας διαβεβαιώσεις αυτάς οι δύο λησταί σύρουν τους αδελφούς και κατέρχονται μετ’ αυτών την κλίμακα. Όταν έφθασαν πλέον εις το προαύλιον, ήρχισεν η εκδήλωσις της αγριότητος. Τυφλοί εκ του πάθους και ως λυσσασμένοι λύκοι ερρίφθησαν κατά των δύο ατυχών αδελφών, τους οποίους ήρχισαν ασπλάγχνως να κτυπώσι δια χονδρών ράβδων. Εις τα πρώτα κτυπήματα επί της κεφαλής οι δυστυχείς αδελφοί έπεσαν κατά γης ζαλιθέντες. Μη δυνάμενοι δε ν’ αμυνθώσι, καθότι είοχον δεμένας τας χείρας, τα εδόχοντο ανηλεή κτυπήματα των ληστών, οι οποίοι κατέφερον τας ράβδους των εις τα τυφλά πλέον κατ’ αυτών. Δεν ηδύναντο πλέον οι ατυχείς ν’ ανθέξουν και παρά την διαταγήν των ληστών, να μην βγάλουν τσιμουδιά, ήρχισαν να φωνάζουν εκ των πόνων των ανηλεών κτυπημάτων. Φοβηθέντες εκ των φωνών οι λησταί, ότι θα εγίνοντο αντιληπτοί υπό του χωρίου, και αφού πλέον είδον ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμένουν εκεί, ήρχισαν ν’ αποτελειώνουν τους δυστυχείς αδελφούς δια των όπλων.

Πυροβολισμοί αλλεπάλληλοι ερρίφθησαν υπό των ληστών κατά των εκτάδην κειμένων και οιμωζώντων δεσμίων αδελφών, εξ αποστάσεων εγγυτάτης. Αμφόρτεροι δε οι λησταί εξεκένωσαν και τας εξ σφαίρας των περιστρόφων των κατά των δύο αδελφών, των οποίων τα σώματα εδέχθησαν τρεις σφαίρας του ενός και δύο του ετέρου».

Η μαρτυρία του αδελφού

Ο ένας εκ των θυμάτων εξέπνευσε επί τόπου, ενώ ο δεύτερος, ο Αρίστος, μεταφέρθηκε σε κλινική της Πάτρας, βαριά τραυματισμένος από τις σφαίρες των ληστών. Ο συντάκτης του «Νεολόγου» κατόρθωσε να μιλήσει με το θύμα «εις μίνα στιγμήν νηφαλιότητος» του θύματος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συντάκτης ο οποίος μεταφέρει τον εξής διάλογο που είχε με το θύμα των ληστών:

«Αφού μας αφηγήθη όλα τα ανωτέρω ως εκθέτομεν αυτά, τον ηρωτήσαμεν αν ανεγνώρισε τους δράστας.

– Όχι, μας είπεν, ήταν άγνωστοι φυγόδικοι.

– Μήπως ήσαν ξένοι;

– Όχι, όχι, η προφορά των ήτο Μοραΐτικη, ούτε Νησιώτικη ήτο, ούτε Ηπειρώτικη, ούτε Στερεολλαδίτικη. Φαίνεται, ότι ήσαν από τους δικούς μας εδώ κάτω.»…

Ο μάρτυρας έπνεε τα λοίσθια, καθώς σύμφωνα με τον γιατρό που μίλησε στην εφημερίδα «ελπίς διασώσεως δεν υπάρχει».

Όσο για τους τρεις δράστες είχαν εξαφανιστεί με τα χρεόγραφα των τραπεζών, τα οποία τους ήσαν άχρηστα, καθώς οι τράπεζες ενημερώθηκαν για τα στοιχεία των εγγράφων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Νεολόγος” των Πατρών

Ακολουθήστε το dete.gr στο Google News

Ακολουθήστε μας στο Google News απο τον υπολογιστή αλλά και από την εφαρμογή Google News του κινητού σας.

Σχετικά Άρθρα

ροή ειδήσεων

πρωτοσέλιδα